-
1 Ζ'Εω
Ζ'Εω, p. ζείω, fut. ζέσω u. s. w., kochen, sieden, gew. vom Wasser, Il. 18, 349. 21, 365 Od. 10, 360; ὕδατος ζέουσα ἀκμή Pind. Ol. 1, 48. Auch λέβης ζεῖ, der Kessel kocht, sprudelt über, Il. 21, 362, wie Eur. Cycl. 342; übh. hervorsprudeln, αἷμα ἔζεσσε διὰ χρωτός Anyte 15 (VII, 208); οἶνος Plat. Legg. VI, 773 d; χϑὼν ἔζεε, die Erde glühte, Hes. Th. 695. 847, wie χαλκός Callim. Diau. 60. Vom Meere, Her. 7, 188, wie λίμνη ζέουσα ὕδατος καὶ πηλοῦ Plat. Phaed. 113 a, wonach Luc. Alex. 59 σκωλήκων ζέσας sagt, von Würmern wimmeln. Uebtr. vom Aufwallen, Brausen der Leidenschaften, bes. des Zornes, ϑυμός Soph. O. C. 434, vgl. Aesch. Spt. 708; χολή Plat. Tim. 85 c; τὸ τοῦ ϑυμοῦ μένος ζέσειε 70 b; ζεῖ τε καὶ χαλεπαίνει Rep. IV, 440 c; ἀπηνϑράκωμαι καὶ ζέω ὅλως Luc. D. mar. 2; ἡδονὴ ἐπὶ σαρκὶ ζέσασα Plut. non posse 4. – Auch transit., λοετρὰ πυρί Ap. Rh. 3, 273; ϑυμὸν ἐπὶ Τροίῃ πόσον ἔζεσας Philp. 75 (VII, 385).
См. также в других словарях:
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek
πολυετής — ές, ΝΜΑ αυτός που διαρκεί πολλά έτη, μακροχρόνιος (α. «πολυετής εκπαίδευση» β. «πολυετεῑς πόλεμοι», Φίλ.) νεοελλ. φρ. α) «πολυετές φυτό» βοτ. φυτό που ζει περισσότερο από δύο χρόνια β) «ποώδη πολυετή φυτά» φυτά που επιβιώνουν τον χειμώνα με τη… … Dictionary of Greek