Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

οἶκοι

  • 101 πόλις

    πόλις, εως, ἡ (Hom.+. Gener. a population center in contrast to a relatively uninhabited or rural area. In the Gr-Rom. world the term gener. implied strong political associations, esp. in the sense ‘city-state’).
    population center of varying size, city, town, lit. Mt 5:14; Lk 10:8, 10. Pl. Mt 11:20; Lk 5:12; 19:17, 19. ἡ πόλις the city or the town designated in the context Mt 8:33; 21:17f; 26:18; Mk 11:19; 14:13, 16; Lk 4:29a; 7:12ab; J 4:8, 28, 30; Ac 8:9; 14:4; Rv 11:13; B 16:5; AcPl Ha 4, 18; 5, 17. Likew. αἱ πόλεις Ac 16:4. ἡ πόλις the city can also be the capital city, the main city (Mayser II/2 p. 28; Jos., C. Ap. 2, 125) Ac 8:5; cp. Mk 5:14 (s. vs. 1); Lk 8:27 (s. vs. 26). ἡ πόλις ἐκείνη Mt 10:14f; Lk 9:5; 10:12; 18:3; J 4:39; Ac 8:8; Hs 9, 12, 5b. ἡ πόλ. αὕτη Mt 10:23a; Ac 4:27; 18:10; 22:3; Hs 1:3. ἔν τινι πόλει in a certain city Lk 18:2; cp. Hs 9, 12, 5a. εἰς τήνδε τὴν πόλιν Js 4:13 (s. ὅδε 2). πᾶσα πόλις Lk 10:1. αἱ πόλεις πᾶσαι Mt 9:35; Ac 8:40; cp. Mk 6:33.—πόλις (πόλεις) beside κώμη (κῶμαι) Mt 9:35; 10:11; Lk 8:1; 13:22. W. κῶμαι and ἀγροί Mk 6:56. ἡ πόλις καὶ οἱ ἀγροί 5:14; Lk 8:34. W. τόπος 10:1. In contrast to the open plain or the desert, where no cities are found Mt 14:13; Mk 1:45; 2 Cor 11:26; to the interior of a building Ac 12:10.—Used w. the gen.: to denote the region in which it is located πόλ. τῆς Γαλιλαίας Lk 1:26; 4:31. πόλ. Ἰούδα (Ἰούδας 1c) 1:39. Cp. J 4:5; Ac 14:6; 21:39; to denote the inhabitants (Diod S 34 and 35 Fgm. 23 ἡ τῶν Γαλατῶν πόλις; Jos., Ant. 1, 200) ἡ πόλ. Δαμασκηνῶν 2 Cor 11:32. π. Σαμαριτῶν Mt 10:5; Lk 9:52 v.l. Cp. 23:51; Ac 19:35; EpilMosq 4; AcPl Ox 6, 20 (=Aa I 242, 1). αἱ πόλεις τοῦ Ἰσραήλ the cities in which the people of Israel live Mt 10:23b (Ἰσραήλ 2).—Rv 16:19b. ἡ πόλ. αὐτῶν Mt 22:7; Lk 4:29b.—2:39. Also w. the gen. sg. πόλ. Δαυίδ city of David 2:4b, 11; ἡ ἑαυτοῦ πολ. the person’s own town (=ancestral locale; but 2:39 Nazareth = their place of residence) 2:3.—J 1:44. Also ἡ ἰδία πόλ. (s. ἴδιος 1b) Mt 9:1; Lk 2:3 v.l.; Hs 1:2b (in imagery, s. 2 below). Pl. 1 Cl 55:1. The πόλεις ἴδιαι of the Christians Dg 5:2 are those inhabited by them alone; they are contrasted w. πόλεις Ἑλληνίδες Greek cities (cp. SIG 761, 15 [48/47 B.C.]; 909, 2), π. βάρβαροι Dg 5:4.—π. μεγάλαι great cities 1 Cl 6:4; AcPl Ha 2, 25f. In Rv ἡ πόλ. ἡ. μεγάλη (Tat. 19, 1; 29, 1 Rome) is almost always ‘Babylon’ (s. Βαβυλών) 16:19a; 17:18; 18:16, 18f, 21; ἡ πόλις ἡ μεγάλη, Βαβυλὼν ἡ πόλις ἡ ἰσχυρά 18:10. On the other hand ἡ πόλ. ἡ μεγάλη 11:8 is clearly Jerusalem (as SibOr 5, 154; 226). Elsewh. Jerus. is called ἡ πόλ. ἡ ἠγαπημένη 20:9 (cp. ApcSed 8:3 πρῶτον ἠγάπησας … εἰς τὰς πόλεις τὴν Ἰερουσαλήμ); ἡ ἁγία πόλ. Mt 4:5; 27:53; Rv 11:2 (ἅγιος 1aα); πόλ. τοῦ μεγάλου βασιλέως the city of the Great King Mt 5:35 (βασιλεύς 2b). εἰς πόλιν ἄρχουσαν ὀπύσεως in the city that sponsors fornication ApcPt Rainer 4, 1 (Ja. p. 278; s. also ὄπυσις).—The name of the town or city that goes w. πόλις stands either in the epexegetic gen. (Aeschyl. et al.; also Demetr.: 722 Fgm. 1, 8 Jac. πόλιν Σικίμων) πόλεις Σοδόμων καὶ Γομόρρας 2 Pt 2:6 or in the case in which πόλις itself is found, ἐν πόλει Ἰόππῃ Ac 11:5; πόλις Λασαία 27:8. From the construction πόλεως Θυατίρων Ac 16:14 no determination of the nom. of Θυ-can be made: either πόλις Θυατίρων or πόλις Θυάτιρα (B-D-R §167, 3). W. indecl. place names Lk 2:4a, 39. πόλις λεγομένη or καλουμένη w. the name following Mt 2:23; Lk 7:11; 9:10. Cp. J 11:54.—ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν (Aesop, Fab. 228 P./421 H./354 Ch./H-H. 256 μεταβαίνουσιν ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν) Mt 23:34. κατὰ τὴν πόλιν anywhere in the city Ac 24:12. Cp. Lk 8:39 (κατά B1a). κατὰ πόλιν from city to city IRo 9:3; pl. Lk 13:22; in every city (Appian, Bell. Civ. 1. 39 §177) Ac 15:21, 36 (κατὰ πόλιν πᾶσαν); 20:23; Tit 1:5 (Diod S 5, 78, 2 Crete has, indeed, ‘not a few’ cities). Cp. Lk 8:1, 4 (κατά B1d). αἱ ἔξω πόλεις Ac 26:11 (ἔξω 1aβ). αἱ πέριξ πόλεις 5:16 (s. πέριξ). αἱ περὶ αὐτὰς (i.e. Sodom and Gomorrah) πόλεις Jd 7. πρὸ τ. πόλεως (Jos., Bell. 1, 234, Ant. 10, 44) Ac 14:13.
    the (heavenly) city = the New Jerusalem (Bousset, Rel.3 283ff; RKnopf, GHeinrici Festschr. 14, 213–19; McQueen, Exp. 9th ser., 2, 1924, 220–26; FDijkema, NThT 15, 1926, 25–43) Hb 11:10, 16 (cp. TestJob 18:8; TestAbr A 2 p. 78, 30 [Stone p. 4] ἀπὸ τῆς μεγάλης πόλεως ἔρχομαι [of Michael]). πόλ. θεοῦ ζῶντος 12:22 (SibOr 5, 250 θεοῦ π. of Jerus.). ἡ μέλλουσα (opp. οὐ … μένουσα πόλις) 13:14. Esp. in Rv: ἡ πόλις ἡ ἁγία Ἰερουσαλὴμ (καινή) 21:2, 10 (CBouma, GereformTT 36, ’36, 91–98). Further vss. 14–16, 18f, 21, 23; 22:14, 19; also 3:12. (Cp. Lucian’s description of the wonder-city in Ver. Hist. 2, 11f: ἡ πόλις πᾶσα χρυσῆ, τὸ τεῖχος σμαράγδινον. πύλαι … ἑπτά, πᾶσαι μονόξυλοι κινναμώμιναι … γῆ ἐλεφαντίνη … ναοὶ βηρύλλου λίθου … βωμοὶ … ἀμεθύστινοι … ποταμὸς μύρου τοῦ καλλίστου … οἶκοι ὑάλινοι … οὐδὲ νὺξ οὐδὲ ἡμέρα.) On the topic s. JMorwood, Aeneas, Augustus, and the Theme of the City: Greece and Rome new ser. 38, ’91, 212–23.—Hs 1:1, 2.
    inhabitants of a city, city abstr. for concrete (X., Cyr. 1, 4, 25; Herodian 3, 2, 7; Jos., Ant. 5, 357) Lk 4:43; Ac 14:21; 16:20 (cp. Jos., Bell. 7, 41; DWhitehead, MusHelv 53/1, ’96, 1–11 [on identification of citizens and place cp. Thu. 2, 2, 1; X., Hell. 2, 2, 9]). πᾶσα ἡ πόλις (Diod S 18, 70, 2; Appian, Numid. 1) Mt 8:34; 21:10 (w. λέγουσα foll.); Ac 13:44; ὅλη ἡ π. (Diod S 10, 3, 2) Mk 1:33; Ac 21:30. πόλις μερισθεῖσα καθʼ ἑαυτῆς Mt 12:25. ἐθριαμβεύετο ὑπὸ τῆς πόλεως (Paul) was derided by the city AcPl Ha 4, 13 (s. θριαμβεύω 5). HConn, Lucan Perspective and the City: Missiology 13, ’85, 409–28 (Lk-Ac contains half of the 160+ occurrences of π. in the NT).—B. 1308. Schmidt, Syn. II 495–507. DELG. M-M. EDNT. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > πόλις

См. также в других словарях:

  • οἴκοι — οἴκοῑ , ἔοικα as perf opt act 3rd sg (ionic) οἴκοι at home indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίκοι — (Α οἴκοι) επίρρ. 1. στο σπίτι, κατ οίκον (α. «οὔ νυ καὶ ὑμῑν οἴκοι ἔνεστι γόος», Ομ. Ιλ. β. «τού επιβλήθηκε οίκοι περιορισμός») 2. στην πατρίδα αρχ. 1. προς το σπίτι ή προς την πατρίδα 2. (ενάρθρως ως επιθετ. προσδ. ουσ.) ὁ, ἡ, τὸ οἴκοι ο… …   Dictionary of Greek

  • οἶκοι — οἶκος house masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οικοι μὲν λέοντες, ἐν μάχῃ δ’ἀλώπεκες. — См. Перед сильными мы зайцы, Перед слабыми слоны …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… …   Dictionary of Greek

  • Genitive absolute — In Ancient Greek grammar, the genitive absolute (Latin: genitivus absolutus) is a grammatical construction consisting of a participle and often a noun which are both in the genitive case, very similar to the ablative absolute in Latin. A genitive …   Wikipedia

  • TEMPLA — loca dicuntur publica, im Dei honorem erecta, eiusque cultui destinata. Alias Sacrae Aedes, Fana, Delubra, Basilicae, etc. quae tamen voces, rem accuratius pensiculanti, non unum idemque penitus designant. Clemens, cui Eusebius astipulatur, non… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ακάθιστος Ύμνος — Ύμνος της Ορθόδοξης Εκκλησίας που ψάλλεται σε ιδιαίτερη ακολουθία (την Ακάθιστο) κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ο ύμνος αυτός είναι από τα έμμετρα λυρικά χριστιανικά εγκώμια που αποτελούνται από ένα προοιμιακό τροπάριο και από μια σειρά στροφών, με …   Dictionary of Greek

  • οίκει — οἴκει (Α) επίρρ. βλ. οίκοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. οἴκει έχει σχηματιστεί από το επίρρ. οἴκοι με ανομοιωτική τροπή τού οι σε ει, ενώ κατ άλλη άποψη λιγότερο πιθανή από αρχαία τοπική πτώση σε ει] …   Dictionary of Greek

  • παλαιοχριστιανική τέχνη — Η τέχνη που αναπτύχθηκε κατά τους πρώτους 6 αιώνες του χριστιανισμού. Υποδιαιρείται σε δύο περιόδους, με διαχωριστικό όριο το 330 μ.Χ., χρονολογία που ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη περίοδος ήταν δύσκολη για τους πιστούς της νέας θρησκείας· …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»