-
1 κεδνότατοι
κεδνόςcareful: masc nom /voc superl pl -
2 κεδνός
A careful, diligent, trusty,ἄναξ Od. 14.170
, etc.;ἀμφίπολος 1.335
;πολῖται Pi.P.4.117
;οἰακοστρόφος A. Th.62
, E.Med. 523;στρατόμαντις A.Ag. 122
(lyr.);γυνή E.Alc.97
(lyr.): generally, noble,Φοίνικος κόρα B.16.29
;παρθένος Pi.P.9.122
.2 [voice] Pass., cared for, cherished, dear, οἵ οἱ κεδνότατοι (v.l. κήδι στοι)καὶ φίλτατοι ἦσαν Il.9.586
;ὅς μοι κήδιστος.., κεδνότατός τε Od. 10.225
;τοκῆες Il.17.28
, cf. Pi.I.1.5; , Pi.Pae.6.12, 105;ἀδελφεοί B.5.118
; [ ἄλοχος] Id.3.33; .II of things, Hom. only in neut.pl., κεδνὰ ἰδυῖα true-hearted, Od.1.428, 19.346, al.;ἤθεα κ. Hes.Op. 699
;πολίων κυβερνάσιες Pi.P.10.72
; κ. χάρις valued, prized, Id.O.8.80; φροντίς, βουλεύματα, wise, A.Pers. 142 (lyr.), 172(troch.); ; of news, good, joyful, Id.Ag. 622, cf. 261;οὔπω τι κ. ἔσχον S.Aj. 663
;κεδνὰ πράξειν E.Alc. 605
(lyr.).
См. также в других словарях:
κεδνότατοι — κεδνός careful masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεδνός — κεδνός, ή, όν (Α) 1. (για πρόσ.) ενεργ. 1. φροντιστικός, προσεκτικός, επιμελής, ικανός, πιστός («κεδνός οἰακοστρόφος», Αισχύλ.) 2. ευγενής («παρθένον κεδνάν», Πίνδ.) 3. παθ. αγαπητός, αυτός που τόν φροντίζουν, που τόν αγαπούν («κεδνότατοι καὶ… … Dictionary of Greek