-
1 απυρος
21) незажженный(ἥ δᾴς Luc.)
2) не побывавший на огне, необожженный, т.е. новый(τρίποδες Hom.)
3) неотапливаемый, холодный(οἶκος Hes.)
4) не обработанный на огне, т.е. самородный(χρυσός Arst., Diod. и χρυσίον Her.)
5) невареный, сырой или холодный(ἄριστον, τροφαί Plut.; μέλι Luc.)
6) не выкованный на огне или (с ἀ copulativum) огненный, жгучий(οἴστρου ἄρδις Aesch.)
7) совершаемый без огня(ἱερά Pind. - ср. 8; θυσία Eur.)
8) не загорающийся, т.е. отвергнутый богами(ἱερά Aesch.)
-
2 οίστρος
ο приподнятое настроение; воодушевление, вдохновение, энтузиазм;αγόρευσις έμπλεος οίστρου вдохновенная речь; είμαι στούς οίστρους μου быть в хорошем настроении
См. также в других словарях:
οἴστρου — οἴ̱στρου , οἶστρος gadfly masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
αρλεκίνος — Πρόσωπο της ιταλικής κομέντια ντελ άρτε και έπειτα της κωμωδίας του 18ου αι., πρωταγωνιστής σε πολυάριθμες γαλλικές, ιταλικές κ.ά. κωμωδίες, παντομίμες και μπαλέτα. Το όνομα Α. είναι ίσως παραφθορά του Allchino, όνομα διαβόλου, που ο Δάντης τον… … Dictionary of Greek
βέλος — Όπλο σχήματος μικρού ακοντίου, συνήθως από ξύλο, λίγο περισσότερο μακρύ από μισό μέτρο, που ρίχνεται με το τόξο. Εκτός από το ακόντιο, το β. αποτελείται από δύο κύρια μέρη, την αιχμή και τη γλυφή. Η πρώτη, προορισμένη να χτυπά τον στόχο, στους… … Dictionary of Greek
εμπίς — η (AM ἐμπίς) γένος εντόμων τής οικογένειας τών εμπιδιδών η οποία περιλαμβάνει μύγες μέτριου μεγέθους και σαρκοφάγες, που απομυζούν άλλα έντομα αρχ. 1. σκνίπα 2. η προνύμφη τού οίστρου 3. νηματοειδές σκουλήκι, παράσιτο τού πεπτικού συστήματος,… … Dictionary of Greek
μονοοιστρικός — ή, ό ζωολ. (για ζώα) αυτός που εμφανίζει μόνο μία περίοδο οίστρου το έτος … Dictionary of Greek
οίστρημα — οἴστρημα, τὸ (Α) [οιστρώ] (ποιητ. τ.) 1. τσίμπημα οίστρου, αλογόμυγας, το οποίο προκαλεί μανία 2. φρ. «οἰστρήματα λύσσης» οι παράφρονες εκδηλώσεις τής μανίας … Dictionary of Greek
οίστρος — ο (ΑΜ οἶστρος) 1. μεγάλη μύγα, κυκλόρραφο έντομο, που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση αποτελεί γένος τής οικογένειας οίστρίδες και τού οποίου οι προνύμφες που εισδύουν στα διάφορα όργανα τών κατοικίδιων ζώων προκαλούν τις μυιάσεις… … Dictionary of Greek
οίστρωση — η (κτην.) ζωονόσος που προκαλείται από τις προνύμφες τού εντόμου οίστρος και ιδίως ο λεγόμενος ίλιγγος τού οίστρου … Dictionary of Greek
οιστρήεις — οἰστρήεις, εσσα, ῆεν (Α) 1. αυτός που επιφέρει μανία 2. αυτός που καθίσταται μανιώδης από δήγμα οίστρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + κατάλ. ήεις (πρβλ. ονειρ ήεις)] … Dictionary of Greek
οιστρήλατος — η, ο (Α οἰστρήλατος, ον) (για ζώα) αυτός που διεγέρθηκε από τσίμπημα οίστρου και βρίσκεται σε κατάσταση μανίας νεοελλ. μεταρσιωμένος, εμπνευσμένος, ενθουσιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. ιππ ήλατος. Το η τού τ.… … Dictionary of Greek