Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

οἴει

См. также в других словарях:

  • Οἴει γὰρ ἀεὶ Διονύσια ἑορτάσειν. — οἴει γὰρ ἀεὶ Διονύσια ἑορτάσειν. См. Не все коту масляница, будет и Великий пост …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • οἴει — οἴομαι forebode pres ind mp 2nd sg οἰάω pres imperat act 2nd sg (attic epic ionic) οἰάω imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίομαι — οἴομαι, επικ. τ. ὀΐομαι, συνηρ. τ. οἶμαι και ενεργ. τ. οἴω, επικ. τ. ὀΐω, λακων. τ. οἰῶ (Α) 1. προαισθάνομαι, προμαντεύω, προβλέπω («γόον δ ὠΐετο θυμός», Ομ. Οδ.) 2. προσδοκώ, περιμένω να συμβεί κάτι 3. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι («ἦ τινά που δόλον …   Dictionary of Greek

  • не все коту масленица, будет и Великий пост — Ср. Отчего вы не лежите теперь в ногах у меня по старому, а я же стою перед вами весь обруганный... Оттого, Ермил Зотыч, говорит русская пословица, что не все коту масленица, бывает и Великий пост . Островский. Не все коту масленица. 33. Конец.… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Не все коту масляница, будет и Великий пост — Не все коту масляница, будетъ и Великій постъ. Ср. Отчего вы не лежите теперь въ ногахъ у меня по старому, а я же стою передъ вами весь обруганный... «Оттого, Ермилъ Зотычъ, говоритъ русская пословица, что не все коту масляница, бываетъ и Великій …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • έπειτα — (AM ἔπειτα) επίρρ. 1. αργότερα, μετά, ακολούθως 2. (σε ερώτηση) έπειτα; κι έπειτα; εκφράζει περιφρόνηση, ειρωνεία ή αδιαφορία για ισχυρισμό ή συμπέρασμα που υπονοείται (α. «θα φύγει κι έπειτα;» β. «ἔπειτα οὐκ οἴει φροντίζειν τοὺς θεοὺς ἀνθρώπων;» …   Dictionary of Greek

  • διαφέρω — (ΑΝ) και διαφέρνω (ΜΝ) 1. έχω διαφορά, είμαι ανόμοιος, διάφορος, ξεχωρίζω («αυτά τα χρώματα διαφέρουν») 2. είμαι διαφορετικός από άλλο («σὺ νῡν διάφερε τῶν κακῶν», Ευρ. Ορ.) 3. υπερέχω, διακρίνομαι, είμαι ανώτερος, πλεονεκτώ («διαφέροντες καὶ… …   Dictionary of Greek

  • θερίζω — (ΑΜ θερίζω) 1. κόβω σιτηρά ή χόρτα με δρεπάνι ή με θεριστική μηχανή («θερίσαντες δ ἂν τὸν σῑτον ἔπλωον», Ηρόδ.) 2. φονεύω ομαδικά, προκαλώ αθρόους θανάτους (α. «τούς θέρισε το πολυβόλο» β. «Ἄρη τὸν ἀρὸτοις θερίζοντα βροτούς», Αισχύλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • κωλυτικός — κωλυτικός, ή, όν (AM) [κωλύω] ο κατάλληλος να εμποδίσει κάτι ή κάποιον από κάτι άλλο («τοῡ δ ἐπιμελεῑσθαι ὧν προσήκει οἴει τι κωλυτικώτερον εἶναι ἀκρασίας;», Ξεν.). επίρρ... κωλυτικῶς με παρεμποδιστικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • λαγνεία — η (Α λαγνεία, ιων. τ. λαγνείη) [λαγνεύω] φιληδονία, ηδυπάθεια ακολασία, ροπή προς τις σαρκικές απολαύσεις («τοῡ δὲ μὴ δουλεύειν... ὕπνῳ καὶ λαγνείᾳ οἴει τι ἄλλο αἰτιώτερον εἶναι;», Ξεν.) αρχ. συνουσία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»