-
1 φυλαξ
I1) несущий охрану, дозорный(ἄνδρες Hom.)
2) сторожевой, т.е. находящийся в охранении или резервный(λόχοι Xen.)
II1) страж, караульный, дозорный(φύλακά τινα ἐφιστάναι τινί Aesch.; φύλακα καταστῆσαι ἐν τῇ οἰκίᾳ Lys.)
φύλακες τοῦ σώματος Plat. — телохранители;φύλακες κατὰ τὰς πύλας Xen. — стража у ворот;ὅ τοῦ δεσμωτηρίου φ. Plat. — тюремщик;οἱ ὄπισθεν φύλακες Xen. — тыловое охранение, арьергард2) защитник, блюститель, хранитель(τῆς χώρας Xen.)
φύλακα παιδὸς χρηΐζειν τινὰ γενέσθαι Her. — просить кого-л. присматривать за ребенком;φύλακες Ἀργείου δορός Eur. — защитники (Фив) от аргивской армии;φ. νόμων Plat. — блюститель (хранитель) законов3) исполнительφύλακες τοῦ παρ΄ αὐτοῖς δόγματος Plat. — те, кто проводит в жизнь собственный взгляд -
2 φύλαξ
φύλαξ, ακος, ὁ, auch ἡ, Eur. Andr. 86 Troad. 462, vgl. Lob. Phryn. p. 452, – Wächter, ausgestellte Wache, ein Einzelner von der Besatzung, im plur. οἱ φύλακες die Besatzung; so bei Hom., nur in der Il., in der Od. kommt es nicht vor; auch φύ-λακες ἄνδρες, Il. 9, 477; π ολυχρύσων ἑδράνων φύλακες Aesch. Pers. 4; δωμάτων ἐμῶν φύλαξ Ag. 888; τὸν πάνϑ' ὁρῶντα φύλακ' ἐπέστησεν βοΐ Suppl. 299; φύλαξ δέ μου πιστὴ κατέστης Soph. O. C. 356; χώρας O. R. 1418; Eur. oft; φύλακας κατάστησαι Ar. Av. 841; oft bei Plat. u. Folgdn; Xen. häufig, φύλακας καϑίστασϑαι Cyr. 5, 2,29, οἱ ὄπισϑεν φύλακες, die Nachhut, Hell. 7, 2,4; φύλακας τῆς νεὼς καταστήσας Dem. 33, 10. – Bewahrer, Behüter, Beschützer, Hes. O. 124. 253; κτεάνων φ. Pind. P. 8, 61; παιδός Her. 1, 41; νόμων u. ä., Plat. u. A.
-
3 φύλαξ
φύλαξ, ακος, ὁ, Wächter, ausgestellte Wache, ein Einzelner von der Besatzung, im plur. οἱ φύλακες die Besatzung; οἱ ὄπισϑεν φύλακες, die Nachhut. Bewahrer, Behüter, Beschützer
См. также в других словарях:
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek