-
1 ἀ-σθενής
ἀ-σθενής, ές (σϑένος), kraftlos, schwach, χρώς Pind. P. 1, 55; Tragg. u. häufig in Prosa; unvermögend, arm, Ggstz πλούσιος Eur. Suppl. 433. 435; χρήμασι ἀσϑενέστεροι Her. 2. 88; καὶ πένητες Plat. Rep. II, 364 a; Πυϑαγόρας, Ἑλλήνων οὐκ ἀσϑενέστατος σοφιστής Her. 4, 95; καὶ ὀλίγοι Plat. Rep. IX, 571 b; der Ggstz ist gew. ἰσχυρός; auch niedrig, unbedeutend, Xen. Mem. 3, 7, 5; ἐν τῷ ἀσϑενεστάτῳ εἶναι, sehr geschwächt sein. Thuc. 3, 52; adv. ἀσϑενῶς, Plat.; διακεῖσϑαι Poll. 1, 19, 1.
См. также в других словарях:
ἀσθενέστεροι — ἀσθενής without strength masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
немощьнѣи — (14) Сравн. степ. 1.Сравн. степ. к немощьныи в 1 знач.: старии же немощнѣише ѹны(х) но смысльнѣише. (ἀσϑενέστεροι) ГБ XIV, 32б; ср(д)це... преклонисѧ. паче || на лѣвую страну двою вину дѣлѧ... требуѥть ѥ(г) паче лѣва˫а страна. имже немощнѣишю… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ήττων — ον (AM ἥττων, αρχαιότ. αττ. τ. ἥσσων, ον, ιων. τ. ἕσσων, ον) (συγκρ. τού κακός και μικρός) 1. μικρότερος, λιγότερος 2. υποδεέστερος, υπολειπόμενος, κατώτερος, παρακατιανός («ούδενὸς ἥττων γνῶναι» κανενός κατώτερος στο να κρίνει, Θουκ.) 3. (το ουδ … Dictionary of Greek
παραίσθηση — Λαθεμένη αισθητηριακή αντίληψη που οφείλεται σε παρερμηνεία του εξωτερικού ερεθίσματος που την προκαλεί. Πρέπει να τη διακρίνουμε από την ψευδαίσθηση, κατά την οποία σχηματίζεται αισθητηριακή αντίληψη στη συνείδηση του ατόμου χωρίς να υπάρχει… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
Παράλιοι — Oνομάζονταν και Πάραλοι. Οι κάτοικοι της Παράλου γης, δηλαδή του παραλιακού διαμερίσματος της Αττικής. Ασχολούνταν με τη γεωργία και τα σχετικά με τη θάλασσα επαγγέλματα και ήταν ευπορότεροι από τους Διακρίους, οι οποίοι κατοικούσαν στις ορεινές… … Dictionary of Greek