-
1 προεστῶτες
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > προεστῶτες
-
2 πολλοι
οἱ1) толпа, народные массы, большинствоοἱ π. τῶν Ἑλλήνων Xen. — основная масса греков;
ὡς οἱ π. λέγουσιν Plat. — как говорится в народе2) солдатская масса, солдаты(οἱ μὲν προεστῶτες τῶν Καρχηδονίων, οἱ δὲ π. Polyb.)
-
3 προιστημι
1) (impf. προΐστην, fut. προστήσω, aor. 1 προέστησα - стяж. προὔστησα, pf. προέστηκα - стяж. προὔστηκα; med.: impf. προϊστάμην, fut. προστήσομαι, aor. 1 προεστησάμην) ставить впереди или во главе(τινὰ τοῦ κέρατος Polyb.; τινὰ τῆς πόλεως Plat.; τινὰ Τρωσὴ μάχεσθαι Hom.)
2) ( формы как в 1) выставлять вперед, выдвигатьπροστησάμενος τὰ ἅρματα Xen. — расставив впереди колесницы;
π. τῆς ἐναντίας γνώμης Polyb. — выдвигать противоположное мнение;καλῶν ἔργων προΐστασθαι NT. — творить добрые дела;προΐστασθαί τινα στρατηγόν Dem. — назначать кого-л. своим полководцем3) (aor. 2 προέστην, pf. προέστηκα, ppf. προειστήκειν) становиться впереди, представать(τινί Her. и τινά Soph.)
ἦ σοὴ πολέμιος προὔστη ποτέ ; Soph. — разве (Эант) представал когда-л. перед тобой как враг?;ὡς δέ μιν προστῆναι τοῦτο Her. — (говорят, что) когда это вспомнилось ему4) ( формы как в 1) заслонять собой, становиться на защиту, защищатьπ. τινός Her., Plut. — защищать кого-л.;
π. ἀναγκαίας τύχης Soph. — защищать от роковой судьбы;πρὸ τοῦ φωτὸς προστησάμενος τὸν χεῖρα Arst. — заслонившись рукой от света;προστήσασθαί τινα αὑτοῦ Dem. — взять кого-л. себе в заступники (опекуном);τὰ τῶν Ἀμφικτυόνων δόγματα προστήσασθαι Dem. — сослаться в свою защиту на амфиктионийские положения5) ( формы как в 3) становиться во главе(τῆς πόλεως Plat.)
οἱ ἐν ταῖς πόλεσι προστάντες Thuc. — первые граждане (руководящие лица) городов;οἱ προεστῶτες, ион. προεστεῶτες Her., Thuc. — руководители, старейшины;οἱ τοῦ δήμου προεστηκότες Thuc. и προϊστάμενοι Plut. — вожди народа;τοῖς ἐχθροῖς π. φόνου Soph. — нести смерть врагам;προειστήκει (τῶν ταραξάντων) Καλλίμαχος Xen. — во главе мятежников стал Каллимах;6) ( формы как в 3) ставить впереди или выше, предпочитать(τὰ ὦτα τοῦ νοῦ Plat.)
7) ( формы как в 3) опережать, превосходить(τινὸς εὐψυχίᾳ Plat.)
-
4 υποθεσις
- εως ἥ1) основа, принцип(τῆς δημοκρατικῆς πολιτείας Arst.)
αἱ ἀρχαὴ καὴ αἱ ὑποθέσεις τῶν πράξεων Dem. — руководящие принципы деятельности2) предмет, тема, вопросτὸ περὴ τέν ἡμετέραν ὑπόθεσιν θεώρημα Polyb. — содержание нашей темы;
ἐπὴ τῆς ὑποθέσεως μένειν Aeschin. — оставаться в рамках темы3) предприятие, начинание(πολύτεχνοι ὑποθέσεις Plut.)
οἱ τῆς αὐτῆς ὑποθέσεως προεστῶτες Polyb. — остающиеся при том же намерении4) предположение, условие, гипотезаὑπόθεσιν ὑποτιθέναι Xen., Plat. — делать предположение;
ἐξ ὑποθέσεως, πρὸς ὑπόθεσιν или καθ΄ ὑπόθεσιν Sext., Arst. — в виде или на основании предположения, условно;ὑπόθεσιν λαβεῖν τι Arst. — принять что-л. как гипотезу5) предлог, повод6) предложение, совет(κατὰ τὰς ὑποθέσεις τὰς Ἀράτου Polyb.)
См. также в других словарях:
προεστῶτες — προίστημι set before perf part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
κοντοστάμπελοι — κοντοστάμπελοι, οἱ (Μ) (επί βενετοκρατίας στα Επτάνησα) 1. οι χωροφύλακες 2. οι προεστώτες τών διαφόρων κωμοπόλεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < βεν. contestabile] … Dictionary of Greek
μύθαρχοι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἱ προεστῶτες τῶν στάσεων». [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος «στάση, επανάσταση» + αρχος (< ἄρχω), πρβλ. μυθιήτης] … Dictionary of Greek
προΐστημι — ΝΜΑ [ἵστημι] μέσ. προΐσταμαι είμαι επικεφαλής, αρχηγεύω (α. «προΐσταται στις ανασκαφές» β. «οὗτοι γὰρ μάλιστα προειστήκεισαν τῆς μεταβολῆς», Θουκ.) νεοελλ. α) (η μτχ. αρσ. και θηλ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ο προϊστάμενος, η προϊσταμένη ο επικεφαλής,… … Dictionary of Greek
προπεώντες — Α (κατά τον Ησύχ.) «προεστῶτες» … Dictionary of Greek