-
101 περι-πιέσματα
περι-πιέσματα, τά, s. περιπίσματα.
-
102 περι-πείρω
περι-πείρω, anspießen, anstecken, durchbohren; κρέα περιπεπαρμένα τοῖς ὀβελοῖς, Luc. Gall. 2; περιεπάρη, Pisc. 51; κεφαλὴ περιπεπαρμένη δόρατι, Plut. C. Graech. 17; σκόλοπι περιπαρείς, Ael. H. A. 7, 48.
-
103 περι-πνευμονικός
-
104 περι-πνευμονιάω
περι-πνευμονιάω, wie περιπλευμονιάω, an der Lungensucht leiden, Medic.
-
105 περι-πνευμονία
περι-πνευμονία, ἡ, wie περιπλευμονία, Lungenentzündung, Luc. cont. 17; von πλευρῖτις unterschieden, S. Emp. adv. eth. 136.
-
106 περι-παιφάσσω
περι-παιφάσσω, sehr wild umherblicken, Qu. Sm. 13, 72.
-
107 περι-πνιγής
περι-πνιγής, ές, von allen Seiten bis zum Ersticken gedrückt, fast erstickt; Nic. Ther. 432; D. Sic. 3, 34.
-
108 περι-πνείω
περι-πνείω, = περιπνέω, poet.
-
109 περι-παθέω
περι-παθέω, in heftiger Leidenschaft, Gemüthsbewegung sein, sie durch Worte od. Mienen ausdrücken, Plut. Pyrrh. 30 u. öfter, u. a. Sp.
-
110 περι-πνοή
περι-πνοή, ἡ, = Folgdm (?).
-
111 περι-παθής
περι-παθής, ές, in heftiger Leidenschaft, Gemüthsbewegung, leidenschaftlich, heftig aufgeregt (zornig, traurig, gerührt); περιπαϑεῖς ἐγένοντο ταῖς ψυχαῖς, Pol. 4, 54, 3; τῇ συμφορᾷ, 1, 81, 1; Sp.; – adv., Luc. Tim. 46, Plut. non posse 11 u. öfter; περιπαϑὴς ὢν τοῖς ὄψοις, Ath. I, 6 e.
-
112 περι-πνέω
περι-πνέω (s. πνέω), umwehen, umblasen, anhauchen, c. accus., Pind., νᾶσος αὖραι περιπνέοισιν, Ol. 2, 72; intrans. herumwehen, -blasen, ringsum duften, Sp.
-
113 περι-πνίγω
περι-πνίγω (s. πνίγω), von allen Seiten her ersticken, Geopon.
-
114 περι-ποππύζω
περι-ποππύζω, das verstärkte ποππύζω, übertr., schmeicheln.
-
115 περι-πορπάομαι
περι-πορπάομαι, sich Etwas umhängen und es mit einer Spange, Schnalle, πόρπη, befestigen, Appian. Hisp. 42 u. a. Sp.
-
116 περι-πορφυρό-σημος
περι-πορφυρό-σημος, παῖς, ein Knabe in der Prätexta, die einen purpurnen Streif od. eine Verbrämung hat, Strat. 27 (XII, 185).
-
117 περι-πορφύρω
περι-πορφύρω, das verstärkte πορφύρω, Maneth. 5, 24, vom Meere.
-
118 περι-πορεύομαι
περι-πορεύομαι, herumreisen, umhergehen; Plat. Legg. IV, 716 a; τὴν πόλιν κύκλῳ, Pol. 4, 54, 4; – bereisen, τὰς πόλεις, 3, 7, 3, vgl. 10, 4, 4.
-
119 περι-ποτάομαι
περι-ποτάομαι, poet. statt περιπέτομαι, herumfliegen, umflattern, Soph. O. R. 482.
-
120 περι-πηχύνω
περι-πηχύνω, auf den Arm geben; med. auf den Arm nehmen, Callim. fr. 344.
См. также в других словарях:
Περὶ ὄνου σκιᾶς. — (μάχεσθαι). См. Спорят: старик со старухой на зиму печку делят … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Περὶ τὸ στόμ’ ἐπέτοντο. — περὶ τὸ στόμ’ ἐπέτοντο. См. Ждать, чтоб жареные голуби в рот летали … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
περί — round about indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέρι — περί round about indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περί — ΝΜΑ, με αναστροφή πέρι, θεσσαλ., δελφ. και αιολ τ. περ, ελεατ. τ. παρ Α πρόθεση η οποία συντάσσεται: 1. με γεν. α) (για δήλωση τού αντικειμένου, τού θέματος για το οποίο γίνεται λόγος ή για το οποίο ενδιαφέρεται κάποιος), για, σχετικά με..., όσον … Dictionary of Greek
περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… … Dictionary of Greek
Πέρι, Γιάκοπο — (Peri, Ρώμη 1561 – Φλωρεντία 1633). Ιταλός συνθέτης και τραγουδιστής. Αφού έκανε μουσικές σπουδές στη Φλωρεντία, έζησε στην αυλή των Μεδίκων ως τραγουδιστής, μουσικός και τέλος καμεράριος (1618). Ήταν εξέχον μέλος της φλωρεντικής καμεράτα· σ’… … Dictionary of Greek
Πέρι, Ραλφ — (Perry, 1876 – 1957). Αμερικανός φιλόσοφος, εκπρόσωπος του νεορεαλισμού. Διετέλεσε καθηγητής στο Χάρβαρντ. Έγραψε διάφορα έργα τα σπουδαιότερα από τα οποία τιτλοφορούνται: Οι φιλοσοφικές τάσεις της σύγχρονης εποχής (1912), Νεορεαλισμός (1912) και … Dictionary of Greek
Πέρι, Τσαρλς Χιούμπερτ Χεν — (Parry, 1848 – 1918). Άγγλος μουσικοσυνθέτης, παιδαγωγός και μουσικολόγος. Διετέλεσε καθηγητής στο Βασιλικό Μουσικό Κολέγιο του Λονδίνου και ταυτόχρονα καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πρωτοπόρους του… … Dictionary of Greek
περί — πρόθ., για … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περι- — α συνθετ. πολλών λέξεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)