-
1 πενιχρότατοι
πενιχρόςpoor: masc nom /voc superl pl
См. также в других словарях:
πενιχρότατοι — πενιχρός poor masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 πενιχρότατοι
πενιχρότατοι — πενιχρός poor masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)