-
1 κοινοῖ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κοινοῖ
-
2 κοινός
η, ό[ν]1) общий; совместный;κοινο χαρακτηριστικό — общая черта;
κοινή υπόθεση — общее дело;
κοινο καλό — общее благо;
κοινά έξοδα (συμφέροντα) — общие расходы (интересы);
η κοινή αυλή — общий двор;
με κοινές προσπάθειες — общими усилиями;
από κοινού — сообща, совместно;
2) публичный, общественный;3) обычный, обыкновенный; простой, обыденный; заурядный, средний;κοινοί θνητοί — простые смертные;
4) грам. общий, обоюдный (о роде);§ κοινή γνώμη — общественное мнение; — общественность;
κοινός νούς — здравый смысл;
κοινός τόπος — общее место, избитая, прописная истина;
κοινή (γυναίκα) — публичная женщина, проститутка;
κοινό μυστικό — секрет полишинеля;
τίποτε το κοινό — ничего общего
См. также в других словарях:
κοινοῖ — κοινόω communicate pres ind mp 2nd sg κοινόω communicate pres opt act 3rd sg κοινόω communicate pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινοί — κοινός common masc nom/voc pl κοινός common masc/fem nom/voc pl κοινόω communicate pres subj mp 2nd sg κοινόω communicate pres ind mp 2nd sg κοινόω communicate pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… … Wikipedia
θερμοσίφωνας — Ηλεκτρική συσκευή που ζεσταίνει και παρέχει επιτόπου ορισμένο όγκο νερού και είναι χρήσιμη για οικιακές ή παρεμφερείς χρήσεις. Οι θ. είναι δυνατόν να θερμαίνονται με στερεά, υγρά ή αέρια καύσιμα (ξύλα, κάρβουνα, πετρέλαιο, φωταέριο κλπ.), αλλά οι … Dictionary of Greek
κάτοπτρο — Κάθε επιφάνεια που ανακλά κανονικά (δηλαδή σύμφωνα με τον νόμο της ανάκλασης) τις φωτεινές ακτίνες. Την ιδέα του κ. επινόησε πιθανότατα ο άνθρωπος, όταν παρατήρησε το είδωλό του να ανακλάται στην επιφάνεια του ήρεμου νερού· για να υλοποιήσει όμως … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
οδική κυκλοφορία — Η κίνηση οχημάτων και πεζών στους διάφορους δρόμους, η οποία διέπεται από ορισμένους κανόνες, για την ασφαλέστερη και ταχύτερη διακίνηση. Στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες, η κίνηση αυτή ρυθμίζεται από τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, ο οποίος… … Dictionary of Greek
Греция — I 1) География (см.); 2) Метрология (см.); 3) Древняя история (см.); 4) Новая история (см.); 5) Современное государственное устройство и финансы (см.). О греческой литературе, языке, философии, музыке, искусстве см. отдельные статьи. Г.… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Griechische Sprache — Griechische Sprache. Die G. S. bildet zusammen mit den zunächst verschwisterten italischen (latinisch u. umbrisch sabellischen) Sprachen eine der sechs (od. acht) Hauptgruppen des großen Indo germanischen Sprachstammes. Über das Verhältniß des… … Pierer's Universal-Lexikon
“ТОПИКА” — “ТОПИКА” (Τοπικά) логический трактат Аристотеля, входящий в состав “Органона”. Состоит из 9 книг, последняя из которых традиционно выделяется в самостоятельный трактат “О софистических опровержениях” (Περί σοφιστικών ελέγχων). “Топика” часто… … Философская энциклопедия
ТОПИКА — «ТОПИКА» (Τοπικά), трактат Аристотеля, входящий в состав «Органона». Состоит из 9 книг, последняя из которых традиционно выделяется в самостоятельный трактат «О софистических опровержениях» (Περὶ σοφιστικῶνἐλέγχων). «Т.» часто цитируется… … Античная философия