-
1 καθήμενοι
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > καθήμενοι
-
2 καθημαι
ион. κάτημαι (κᾰ) (impf. ἐκαθήμην - 2 и 3 л. sing. καθῇσο и καθῆτο или καθῆστο, pl. καθῆσθε и καθῆντο; inf. καθῆσθαι; part. καθήμενος; conjct. ναθῶμαι; opt. καθοίμην или καθήμην)1) садиться(παρὰ τέν θάλασσαν NT.; αὐτός τε κάθησο καὴ ἄλλους ἵδρυε λαούς Hom.)
2) сидеть(ἐπὴ πέτρῃ Hom.; ἕδραν Eur.; πρὸς τὸ πῦρ Arph.; ἐφ΄ ἵππων Xen.; θρόνῳ Eur. и ἐν θρόνῳ Her.; ἐπὴ δίφρου Plat.; ἐπὴ τῇ τραπέζῃ Dem.; ἐπάνω τοῦ λίθου NT.)
ἐκ τοῦ μέσου κ. Her. — садиться в стороне (от спорящих сторон), т.е. оставаться нейтральным3) заседатьοἱ καθήμενοι Thuc., Arst. — участники заседания;
ἡμῶν ναθημένων Xen. — пока мы (здесь) заседаем, т.е. на этом же нашем совещании или не откладывая вопроса4) оставаться, пребывать, находиться(ἐνὴ μεγάροισι Hom.; ἐν πένθεϊ μεγάλῳ Her.)
5) оставаться на месте, сидеть без дела(προϊέναι καὴ μέ κ. Thuc.; ἔχων δύναμιν τοσαύτην κάτησαι Her.)
6) сидеть за работой, вести сидячий образ жизни(κ. καὴ σκιατραφεῖσθαι Xen.)
οἳ ἐπ΄ αὐτῷ τούτῳ κατέαται (= атт. κάθηνται) Her. — те, которые сидят над этим, т.е. занимаются этим делом7) размещаться, располагаться (лагерем)(περὴ τὰς Ἀχαρνάς Thuc.)
8) выставляться, быть установленным9) находиться обитать, жить(ἐπὴ πρόσωπον τῆς γῆς, ἐν σκότει NT.)
-
3 αγοραομαι
1) участвовать в совещании2) выступать с речью(ἐν ταῖς ἀγοραῖς Her.)
ἀγορήσατο καὴ μετέειπεν Hom. — он выступил с (следующей) речью3) говорить, произносить(εὐχωλάς Hom.)
ἀ. τινι Soph. — беседовать с кем-л. -
4 ακεων
-
5 ειρηναιως
См. также в других словарях:
καθήμενοι — κάθημαι to be seated perf part mid masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Fass ohne Boden — Pi Inhaltsverzeichnis 1 πάθει μάθος 2 Παθήματα μαθήματα … Deutsch Wikipedia
Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… … Wikipedia
MINGENS ad parictem — phasis usitata in Sacris, ubi, cum de domo aliqua ad internecionem delenda vel deleta, sermo est, legitur neminem esse relinquendum aut relictum, qui mingat ad parietem; puta in domo Nabalis, 1. Sam. c. 25. v. 22. Ieroboami, 1. Regum c. 14. v. 10 … Hofmann J. Lexicon universale
ακέων — ἀκέων, ουσα (Α) σιωπηλά, αθόρυβα «βῆ δ ἀκέων παρὰ θῑνα» (Α 34) «ἀκέων δαίνυσθε καθήμενοι» (φ 89) «ἀκέουσα κάθησο» (Α 565). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέω ΙΙ ο τ. ἀκέων τής μετοχής χρησιμοποιείται στον Όμηρο ως επίρρημα. Βλ. ακή (ΙΙ). ΠΑΡ. αρχ. ἀκεόντως] … Dictionary of Greek
κάθομαι — και κάθουμαι και κάθημαι (AM κάθημαι, Α ιων. τ. κάτημαι, Μ και κάθομαι) 1. εδράζομαι στους γλουτούς, τοποθετούμαι σε εδραία θέση (α. «κάθομαι τρεις ώρες συνέχεια» β. «θρόνῳ κάθηται», Ευρ.) 2. κατοικώ, διαμένω, ζω, είμαι εγκατεστημένος (α.… … Dictionary of Greek