-
1 αντικομιζω
-
2 θεολογος
ὅ1) пишущий о богах (sc. Ἡσίοδος Arst.)2) исследующий природу божества(Ἐμπεδοκλῆς Arst.)
3) прорицатель(οἱ Δελφῶν θεολόγοι Plut.)
-
3 οδε
ἥ-δε, τόδε, gen. τοῦδε, τῆσδε, τοῦδε pron. demonstr. (для указания ближайшего предмета, часто - самого говорящего)1) вот этот, здесь находящийся, здесь присутствующийἝκτορος ἥδε γυνή Hom. — это - жена Гектора;
ἥκω δὲ Δελφῶν τήνδε γῆν Eur. — я прибыл сюда в Дельфы;ὅδ΄ εἴμ΄ Ὀρέστης, ὃν ἱστορεῖς Eur. — вот я - тот Орест, которого ты разыскиваешь;δεῦρο τόδε Hom. — сюда именно;ἀπὸ τοῦδε и τἀπὸ τοῦδε Soph. — (от)ныне, теперь;ἐκ τοῦδε и ἐκ τῶνδε Soph. — тотчас же, сейчас же, тут же;ἐς τόδε χρόνου Soph. — до настоящего момента;ἐς τόδε τόλμης Soph. — до такой (степени) дерзости;τὰ νῦν τάδε Her. — именно теперь, в настоящий момент2) вот какой, вот что за, следующий(μέμνημαι τόδε ἔργον Hom.)
ταῦτα μὲν Λακεδαιμόνιοι λέγουσι, τάδε δὲ ἐγὼ γράφω Her. — это говорят лакедемоняне, а вот что пишу я;εἶπε τάδε Xen. — он сказал следующее;ἡμεῖς οἵδε Hom. — мы, здесь присутствующие;ποῖον ἐρεῖς τόδ΄ ἔπος ; Soph. — что это ты такое говоришь?;ἔτος τόδ΄ ἤδη δέκατον Soph. — вот уже десятый год;νυκτὸς τῆσδε и νυκτὴ τῇδε Soph. — в эту (минувшую) ночь3) вот этот самый, в смысле мойχεροῖν ταῖνδε Soph. — вот этими самыми, т.е. моими собственными руками;
ἔγχος μὲν τόδε κεῖται ἐπὴ χθονός Hom. — вот лежит мое копье на земле;νῆυς δέ μοι ἥδ΄ ἕστηκεν νόσφι πόληος Hom. — мой корабль стоит вдали от города;μετ΄ ἀνδρὸς τοῦδε Soph. — вот со мной -
4 προσδεχομαι
ион. προσδέκομαι, эп.-дор. ποτιδέχομαι1) оказывать (благосклонный) прием, (радушно) принимать(τινα Soph. etc.)
τίς σε πύργος προσδέξεται ; Eur. — какой город даст тебе убежище?;π. τὸν βουλόμενον λέγειν Xen. — принимать (всякого), кто имеет что-л. сказать2) принимать в число граждан3) принимать, допускать, соглашаться(λόγον ἀληθῆ Plat.)
π. τέν τῶν Ἀρκάδων συμμαχίαν Xen. — заключить союз с аркадцами;ὅ δὲ ὡς τὸ ἐκ Δελφῶν (χρηστήριον) ἤκουσε, αὐτίκα προσεύχετό τε καὴ προσεδεξατο Her. — когда же (Крез) услышал дельфийское прорицание, он отнесся (к нему) с благоговением и доверием;π. τέν εἴς τι δαπάνην Polyb. — принимать на себя расходы по чему-л.4) ожидать, выжидать(τοὺς πολεμίους Xen., Polyb.)
τέν σέν ποτιδέγμενοι ὁρμήν Hom. — (гребцы), ожидающие твоего указания;τῷ Νικίᾳ προσδεχομένῳ ἦν τὰ παρὰ τῶν Ἐγεσταίων Thuc. — для Никия не было неожиданностью то, что сделали эгестийцы -
5 χραω
I(только aor. 2 ἔχραον) нападать, обрушиваться(τινι Hom., Anth.)
οἳ τόδε δῶμα ἐχράετε Hom. — вы, которые вторглись в этот домII(преимущ. med., см. χράομαι См. χραομαι I, 1; fut. χρήσω, aor. ἔχρησα; praes. act. к pf. в знач. praes. κίχρημι См. κιχρημι) ссужать, одалживать(τινί τι Her., Xen., Plat.)
οὐ δεδωκώς, ἀλλὰ χρήσας Arst. — не подарив, а лишь дав взаймы1) давать ответ или совет, прорицать, возвещать(ἀνθρώποισι Διὸς βουλήν HH.; ὥς οἱ χρείων μυθήσατο Ἀπόλλων Hom.)
χ. σοφά τινι Eur. — дать мудрый оракул кому-л.;χρήσειν ἔοικεν ἀμφὴ τῶν αὑτῆς κακῶν Aesch. — (Кассандра) напророчит, кажется, о собственных бедах;τοῦ ἐν Δελφοῖς θεοῦ χρήσαντος Thuc. — согласно оракулу дельфийского бога;χρῆσαι (ὥστε) ποιεῖν τι Aesch., Thuc. (об — оракуле) повелеть сделать что-л.;τὰ ἐκ Δελφῶν οὕτω τῷ Κροίσῳ ἐχρήσθη Her. — такой оракул дан был Крезу из Дельф;τὸ χρησθέν Pind., Her. и τὰ χρησθέντα Soph. — пророчество, оракул;μαντεῖα, ἃ ἐχρήσθη τινός Soph. — прорицания о чем-л.2) med. вопрошать оракулψυχῇ χρησόμενος Τειρεσίαο Hom. — намереваясь вопросить дух Тиресия;
χρωμένῳ τῷ Κύλωνι ἀνεῖλεν ὅ θεός Thuc. — на вопрос Килона бог ответилIV( только 2 и 3 л. sing. praes. χρῇς или χρῆς, χρῇ и pf. med. в знач. praes. κέχρημαι) желать, нуждатьсяοὐ πόνων κεχρήμεθα Eur. — в заботах нет у меня недостатка;
ἀπορίᾳ κεχρημένος Eur. — не знающий, что делать;σωφρονεῖν κεχρημένος Aesch., — неразумный - см. тж. χρή -
6 μαντείο(ν)
-
7 μαντείο(ν)
См. также в других словарях:
Δελφών, δήμος — Δήμος (3.511 κάτ.) του νομού Φωκίδος, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και την πρώην κοινότητα Χρισσού, η οποία καταργήθηκε. Έδρα του δήμου ορίστηκαν οι Δελφοί … Dictionary of Greek
Δελφῶν — Δελφοί Delphi masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… … Dictionary of Greek
Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… … Dictionary of Greek
Φωκίδας, νομός — Διοικητική διαίρεση της νοτιοκεντρικής Στερεάς Ελλάδας, που περιλαμβάνει τμήμα της αρχαίας Φωκίδας και συνορεύει στα Β με τον νομό Φθιώτιδας, στα Α με τους νομούς Φθιώτιδας και Βοιωτίας, στα Δ με τον νομό Αιτωλοακαρνανίας και στα Ν βρέχεται από… … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
δελφός — Μυθολογικό πρόσωπο. Επώνυμος ήρωας των Δελφών, που υποδέχτηκε τον Απόλλωνα στην Παρνασσίδα. Σύμφωνα με άλλη παράδοση, ο Δ. ήταν γιος του Απόλλωνα και της νύμφης Κελαινούς ή της Μελαίνης, κόρης του Κηφισού ή της Oνίας, κόρης του Κασταλίου. Σύζυγος … Dictionary of Greek
μαντείο — Ο τόπος όπου κατά την αρχαιότητα πιστευόταν ότι επικοινωνούσε ο θεός με τον άνθρωπο και εξέφραζε τη θέλησή του με χρησμό. Ο θεός επιδοκίμαζε ή αποδοκίμαζε μια πράξη του παρελθόντος, προειδοποιούσε για ένα μελλοντικό γεγονός ή συμβούλευε για την… … Dictionary of Greek
Ιερός Πόλεμος — Ονομασία τεσσάρων πολέμων στην ιστορία της αρχαίας Ελλάδας, οι οποίοι είχαν επίκεντρο και αφορμή τους Δελφούς. 1. Α’ Ι.Π. (600 π.Χ.). Πόλεμος της Αμφικτιονίας των Θερμοπυλών εναντίον της Κρίσσας για την ανεξαρτησία των Δελφών. Η Κρίσσα νικήθηκε… … Dictionary of Greek
Delfi (Gemeinde) — Gemeinde Delfi Δήμος Δελφών (Δελφοί) … Deutsch Wikipedia