-
121 δω-δεκα-ετία
δω-δεκα-ετία, ἡ, Zeitraum von zwölf Jahren, Demad. ὑπὲρ τῆς δ., frg.
-
122 δω-δεκα-ετής
δω-δεκα-ετής, ές, zwölfjährig, Plut. Lyc. et Num. 4, s. δωδεκέτης.
-
123 δω-δεκα-ζῴδιος
δω-δεκα-ζῴδιος, mit zwölf Thierzeichen, οὐρανός, Io. Lyd. de mens.
-
124 δω-δεκα-μερής
δω-δεκα-μερής, ές, in zwölf Theile getheilt, Sp.
-
125 δω-δεκα-δάκτυλος
δω-δεκα-δάκτυλος, zwölffingerig, ἔκφυσις; auch ὁ δ., Zwölffingerdarm, Medic.; – zwölfzöllig. Sp.
-
126 δω-δεκα-μναῖος
δω-δεκα-μναῖος, zwölf Minen werth, od. δωδεκαμναιαῖος, s. Lob. zu Phryn. 554.
-
127 δω-δεκα-μήχανος
δω-δεκα-μήχανος, zwölf Künste verstehend, Ar. Ran. 1323, nach Schol. Anspielung auf einen Ausdruck des Eur., δ. ἄστρον, die durch die zwölf Zeichen des Thierkreises gehende Sonne; vgl. Plat. Sophist. beim Schol. Pax 792.
-
128 δω-δεκά-παις
δω-δεκά-παις, mit zwölf Kindern; λοχείη Theodorid. 7 ( Plan. 132).
См. также в других словарях:
δέκα — ten indeclform (numeral) δέκᾱ , δεκάω pres imperat act 2nd sg δέκᾱ , δεκάω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… … Dictionary of Greek
δέκα — άκλ. αριθμ. απόλυτο, άθροισμα μονάδων όσα είναι τα δάχτυλα των δύο χεριών: Δέκα εντολές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Δέκα μέτρα καὶ ἕν τέμνε. — См. Десятью примерь, однова отрежь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Δέκα πληγές του Φαραώ — Ονομασία ισάριθμων υπερφυσικών γεγονότων που, όπως αναφέρει η Παλαιά Διαθήκη, συντελέστηκαν στην Αίγυπτο για να αποδειχτεί η ανωτερότητα του θεού των Ισραηλιτών. Οι θεομηνίες αυτές είναι: 1) τα νερά του Νείλου μετατράπηκαν σε αίμα, τα ψάρια… … Dictionary of Greek
δεκά — δεκάς company of ten fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άγιοι Δέκα — I Μάρτυρες των οποίων τη μνήμη τιμά η Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία στις 23 Δεκεμβρίου. Μαρτύρησαν κατά τον διωγμό του Δεκίου στη Γόρτυνα της Κρήτης το 250. Από αυτούς πήρε το όνομά του το χωριό Ά.Δ. και o βυζαντινός ναός που χτίστηκε στη θέση που… … Dictionary of Greek
Μωρὸς ῥίψει λίθον εἰς φρέαρ, καὶ δέκα φρόνιμοι τοῦτον οὐκ ἀνελκύσουσι. — См. Дурак в воду кинет камень, а десять умных не вынут … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μάρτυρες, Δέκα οι εν Κρήτη — Πρόκειται για τους Θεόδουλο, Σατορίνο, Εύπορο, Γελάσιο, Ευνικιανό, Ζωτικό, Πόντιο, Αγαθόπουλο, Βασιλίδη και Ευάρεστο, οι οποίοι μαρτύρησαν στην Κρήτη επί Δεκίου (249 251) με αποκεφαλισμό. Η μνήμη τους τιμάται στις 23 Δεκεμβρίου … Dictionary of Greek
δεκάσας — δεκά̱σᾱς , δεκάω pres part act fem acc pl (doric) δεκά̱σᾱς , δεκάω pres part act fem gen sg (doric) δεκά̱σᾱς , δεκάω aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) δεκά̱σᾱς , δεκάζω bribe fut part act fem acc pl (doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάσαι — δεκά̱σᾱͅ , δεκάω pres part act fem dat sg (doric) δεκά̱σαῑ , δεκάω aor opt act 3rd sg (doric aeolic) δεκά̱σᾱͅ , δεκάζω bribe fut part act fem dat sg (doric) δεκάζω bribe aor inf act δεκάσαῑ , δεκάζω bribe aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)