-
1 εμφύλιοι
-
2 ἐμφύλιοι
-
3 ἐμ-φύλιος
ἐμ-φύλιος, = ἔμφυλος; αἷμα Pind. P. 2, 32, wie Soph. O. R. 1406 u. Plat. Rep. VIII, 565 e; οἱ ἐμφύλιοι, die Verwandten, Soph. Ant. 1250; auch γῆ, Vaterland, O. C. 1387; Ἄρης Aesch. Eum. 825, wie πόλεμος Pol. 1, 65, 2; Plut. Cic. 36; μάχη Theocr. 22, 200; ταραχή, στάσις u. ä., Pol. u. Folgde, Bürgerkrieg. – Οἱ ἐμφύλιοι, Stammgenossen, Plat. Legg. IX, 871 a.
-
4 εμφυλιος
21) соплеменныйοἱ ἐμφύλιοι Plat. — соплеменники, родичи
2) родственный, роднойγῆ ἐ. Soph. — родина;
οἱ ἐμφύλιοι Soph. — родственники, родные (ср. 1);αἷμα ἐμφύλιον Soph. — родня, но тж. Pind., Plat., Plut. убийство родственников3) междоусобный, внутренний(Ἄρης Aesch.; μάχη Theocr.; πόλεμος Polyb., Plut.; στάσεις Plut.)
-
5 ἐμφύλιος
ἐμ-φύλιος, οἱ ἐμφύλιοι, die Verwandten; auch γῆ, Vaterland; ταραχή, στάσις, Bürgerkrieg. Οἱ ἐμφύλιοι, Stammgenossen -
6 εμφύλιος
-
7 ἔμφυλος
A in the tribe, i. e. of the same tribe or race,ἀνὴρ ἔμφυλος Od. 15.273
; ἐμφύλιοι kinsfolk, S.Ant. 1264 (lyr.), Pl.Lg. 871a; ἐμφύλιον αἷμα the guilt of kindred blood, i. e. the murder of a kinsman, Pi. P.2.32, Pl.R. 565e, cf. S.OT 1406;τοὔμφυλον αἷμα Id.OC 407
; ; ἔμφυλοι παρ' ἑκατέροις registered in a tribe, GDI5040.15 ([place name] Hierapytna).2 γῆ ἐμφύλιος one's native land, S.OC 1385.II in or among one's people or family,μάχα Alc.Supp.23.11
; ἔμφυλος στάσις intestine discord, Sol. 4.19, Hdt.8.3, Democr.249;Ἄρης ἐμφύλιος A.Eu. 863
;μάχη Theoc. 22.200
;πόλεμος Plb.1.65.2
, cf. Plu.Pomp.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔμφυλος
См. также в других словарях:
ἐμφύλιοι — ἐμφύλιος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
εμφύλιος — α, ο (AM ἐμφύλιος, ον) αυτός που γίνεται ανάμεσα σε ομοεθνείς ή ομόφυλους, σε άτομα τού ίδιου έθνους ή τής ίδιας φυλής («εμφύλιος πόλεμος») αρχ. 1. αυτός που ανήκει στην ίδια φυλή («μὴ ἀπόσχηται ἐμφυλίου αἵματος», Πλάτ.) 2. (το αρσ. πληθ. ως… … Dictionary of Greek
εφυστερίζω — ἐφυστερίζω (ΑΜ) έρχομαι αργότερα, υστερώ, καθυστερώ («ἐστασίαζέ τε οὖν τὰ τῶν πόλεων καὶ τὰ ἐφυστερίζοντά που» γίνονταν λοιπόν εμφύλιοι πόλεμοι στις πόλεις και εκεί όπου καθυστέρησαν να εκραγούν..., Θουκ.) αρχ. γίνομαι κατόπιν. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί… … Dictionary of Greek
μοναχισμός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια ιδιάζουσα πραγματοποίηση της τάσης αποχωρισμού και απάρνησης του κόσμου για την ικανοποίηση εσωτερικών απαιτήσεων ηθικής και πνευματικής τελειοποίησης διά της προσευχής, της ταλαιπώρησης της σάρκας, των… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
Αγιουβίδες — Μουσουλμανική δυναστεία. Ιδρυτής της ήταν ο Γιουσούφ Σαλαδίν (1171 93), γιος του Κούρδου Αγιούμπ (αραβική λέξη από το βιβλικό Ιώβ), o οποίος ανέτρεψε τους Φατιμίδες της Αιγύπτου και ένωσε τη χώρα με το χαλιφάτο της Βαγδάτης. Το 1173 έγινε κύριος… … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
Αιτωλική Συμπολιτεία — Οι πόλεις της αρχαίας Αιτωλίας Καλυδών, Πλευρών, Ώλενος, Χαλκίς, Πυλήνη, Κωνώπη, Λυσιμάχεια, Τριχώνιον, Φύταιον, Στράτος, Αγρίνιον, Θέρμος και άλλες μικρότερες, συγκροτούσαν το Κοινόν της Αιτωλίας. Η Α.Σ. δεν πήρε μέρος στους Περσικούς πολέμους,… … Dictionary of Greek
Γένοβα ή Τζένοβα — (Genova). Πόλη (632.366 κάτ. το 2000) της Ιταλίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού (1.831 τ. χλμ., 913.218 κάτ. το 2000) στην περιοχή της Λιγηρίας, στον ομώνυμο κόλπο. Βρίσκεται σε προνομιούχα τοποθεσία, η οποία διευκολύνει τις επικοινωνίες της με… … Dictionary of Greek