-
81 ἰάλλω
ἰάλλω, schicken, senden, werfen; ὀϊστὸν ἀπὸ νευρῆφιν ἴαλλεν, den Pfeil von der Bogensehne abschießen; ἐπὶ σῖτον χεῖρας ἰάλλειν, die Hände nach der Speise ausstrecken; ἑτάροις ἐπὶ χεῖ. ρας ἴαλλεν, 9, 288, = legte Hand an sie, streckte seine Fäuste gegen sie aus; περὶ χερσὶ δὲ δεσμὸν ἴηλα χρύσεον, legte um die Hände eine Fessel; übertr., ἀτιμίῃσιν ἰάλλειν τινά, mit Schimpf bewerfen, Schimpf antun; ἐπὶ Δωδώνης ϑεοπρόπους ἴαλλεν, sendete er nach Dodona; ὑλακήν, bellen; ἴχνος ἰῆλαι, Fußtapfen eindrücken, den Fuß setzen; von den Harpyen, μεταχρόνιοι γὰρ ἴαλλον, intr., sc. ἑαυτάς, eilten, schwebten herbei -
82 κατακοσμέω
κατα-κοσμέω, in Ordnung bringen; ἐπὶ νευρῇ κατακόσμει πικρὸν ὀϊστόν, lege den Pfeil auf der Sehne in Ordnung; τὴν διάνοιαν, sammeln; πρὸς γνώμην τινός, sich danach richten; ausschmücken; bewaffnen; κατακοσμοῠντες ἑαυτούς, ehren
См. также в других словарях:
οἰστόν — ὀιστός arrow masc acc sg (attic) οἰστός that can be borne masc acc sg οἰστός that can be borne neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀιστόν — ὀιστός arrow masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαιρώ — (AM ἐξαιρῶ, έω) [αιρώ] 1. βγάζω από μέσα, αφαιρώ 2. δεν συμπεριλαμβάνω με άλλους, αποκλείω («τὰς μητέρας ἐξελόντες», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. για ειδικούς λόγους απαλλάσσω ή αποκλείω κάποιον από καθήκον ή δικαίωμα («ο νόμος εξαιρεί τα παιδιά τών… … Dictionary of Greek
ιάλλω — ἰάλλω, αττ. τ. ἱάλλω (Α) 1. ρίχνω, εκτοξεύω, εκσφενδονίζω («ὀϊστὸν ἀπὸ νευρῆφιν ἴαλλεν», Ομ. Ιλ.) 2. στέλνω, εξαποστέλλω («κἀπὶ Δωδώνης... θεοπρόπους ἴαλλεν», Αισχύλ.) 3. βρίσκω 4. φεύγω, τρέχω ή πετώ 5. φρ. α) «περὶ χερσὶ δὲ δεσμόν ἴηλα» έβαλα… … Dictionary of Greek
κατακοσμώ — (AM κατακοσμῶ, έω) [κατάκοσμος] στολίζω κάτι υπερβολικά, βάζω πολλά στολίδια («ἄγαλμα τεκταίνεταί τε καὶ κατακοσμεῑ», Πλάτ.) αρχ. 1. τακτοποιώ, βάζω σε τάξη (α. «ἐπὶ νευρῇ κατεκόσμει... ὀϊστόν», Ομ. Ιλ. β. «πάντα δόμον κατακοσμήσησθε», Ομ. Οδ.) 2 … Dictionary of Greek
περιφέρω — ΝΜΑ 1. μεταφέρω κάτι ολόγυρα, κυκλικά ή προς κάθε κατεύθυνση (α. «περιφέρω δίσκο» β. «περιφέρουν τον Επιτάφιο» γ. «τὸν ὀϊστὸν περιέφερε κατὰ πᾱσαν γῆν οὐδὲν σιτεόμενος», Ηρόδ.) 2. μεταφέρω επάνω μου ή μέσα μου ή μαζί μου (α. «περιφέρω τη δυστυχία … Dictionary of Greek
πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… … Dictionary of Greek
ЗЕНОН ЭЛЕЙСКИЙ — [греч. Ζήνων ὁ ᾿Ελεάτης] (V в. до Р. Х.), древнегреч. философ, представитель философской элейской школы, ученик Парменида, создатель знаменитых «апорий Зенона». Жизнь и сочинения Точная дата рождения З. Э. неизвестна. По свидетельству Диогена… … Православная энциклопедия