-
1 οικοδεσπότης
οἰκοδεσπότηςmaster: masc nom sgοἰκοδεσποτέωto be master of a house: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
2 οἰκοδεσπότης
οἰκοδεσπότηςmaster: masc nom sgοἰκοδεσποτέωto be master of a house: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
3 οικοδεσποτης
-
4 οἰκοδεσπότης
οἰκοδεσπότης, ου, ὁ (οἶκος, δεσπότης; later word [Lob., Phryn. p. 373]; Alexis Com. [IV B.C.] 225; Plut., Mor. 271e; SIG 888, 57f; New Docs 2, 58 no. 18,12 [75/76 A.D.]; Isaurian ins in PASA III p. 150 υἱοὺς τοὺς οἰκοδεσπότας; PLond I, 98 recto, 60 p. 130 [I/II A.D.]; PSI 158, 80 (for astrol. pap [incl. PParis 19, 42; 75, 10f; PLond I, 110, 41 p. 132 [138 A.D.]] s. Neugebauer-Hoesen index); TestJob 39:2; Philo; Jos., C. Ap. 2, 128) master of the house, householder Mt 24:43; Mk 14:14; Lk 12:39. Pleonast. οἰκ. τῆς οἰκίας Lk 22:11 (cp. SIG 985, 52 [II/I B.C.]; s. B-D-F §484). Used w. ἄνθρωπος in a figure Mt 13:52; 20:1; 21:33. In parables and figures, of God (cp. Epict. 3, 22, 4; Philo, Somn. 1, 149) 13:27 (interpreted as the Human One in vs. 37); 20:1, 11; 21:33; Lk 14:21; Hs 5, 2, 9; cp. IEph 6:1. Christ of himself Mt 10:25; Lk 13:25 (δεσπότης P75).—DELG s.v. δεσπότη. M-M. TW.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > οἰκοδεσπότης
-
5 οἰκοδεσπότης
ὁ οἰκοδεσπότης, ου ≃ домохозяин; глава дома (οἰ. + δεσπότης) -
6 οἰκοδεσπότης
{сущ., 12}хозяин дома, домовладелец, хозяин.Ссылки: Мф. 10:25; 13:27, 52; 20:1, 11; 21:33; 24:43; Мк. 14:14; Лк. 12:39; 13:25; 14:21; 22:11.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > οἰκοδεσπότης
-
7 οικοδεσπότης
{сущ., 12}хозяин дома, домовладелец, хозяин.Ссылки: Мф. 10:25; 13:27, 52; 20:1, 11; 21:33; 24:43; Мк. 14:14; Лк. 12:39; 13:25; 14:21; 22:11.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > οικοδεσπότης
-
8 οικοδεσπότης
ο см. οικοκύρης -
9 οἰκοδεσπότης
хозяин дома, домовладелец, хозяин.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > οἰκοδεσπότης
-
10 οἰκοδεσπότης
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > οἰκοδεσπότης
-
11 οικοδεσπότης
[икодэспотис] ουσ α домохозяин. -
12 οἰκοδεσπότης
A master or steward of a house, Alex.225, Ev.Matt.10.25, PMeyer 24.2 (vi A. D.) : metaph., of God, Arr.Epict.3.22.4 (οἰκίας δ. was preferred by the Atticists, as in Pl.Lg. 954b : soοἴκων δεσπόται X.Mem. 2.1.32
, cf. Phryn.348).2 native ruler, opp. foreign emperor, J.Ap.2.11.II Astrol., of a planet, owner of a domicile or otherwise predominant, Ptol.Tetr.97, Porph. ap. Iamb.Myst.9.5, Heph. Astr.1.13, PSI3.158.80 (iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰκοδεσπότης
-
13 οἰκοδεσπότης
οἰκο-δεσπότης, ὁ, der Hausherr. Bei den Astrologen der Planet, der in einem Hause oder Zeichen des Tierkreises seine Macht ausübt, der jedesmal regierende Planet -
14 οικοδεσπότης
hôte -
15 οικοδεσπότης
gospodarz (m) rzecz. -
16 οικοδεσπότης
hostitel -
17 οικοδεσπότης
hostΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > οικοδεσπότης
-
18 οικοδεσπότα
οἰκοδεσπότᾱ, οἰκοδεσπότηςmaster: masc nom /voc /acc dualοἰκοδεσπότηςmaster: masc voc sgοἰκοδεσπότᾱ, οἰκοδεσπότηςmaster: masc gen sg (doric aeolic)οἰκοδεσπότηςmaster: masc nom sg (epic)——————οἰκοδεσπόται, οἰκοδεσπότηςmaster: masc nom /voc plοἰκοδεσπότᾱͅ, οἰκοδεσπότηςmaster: masc dat sg (doric aeolic) -
19 οικοδεσπόται
οἰκοδεσπότηςmaster: masc nom /voc plοἰκοδεσπότᾱͅ, οἰκοδεσπότηςmaster: masc dat sg (doric aeolic) -
20 οἰκοδεσπόται
οἰκοδεσπότηςmaster: masc nom /voc plοἰκοδεσπότᾱͅ, οἰκοδεσπότηςmaster: masc dat sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
οἰκοδεσπότης — master masc nom sg οἰκοδεσποτέω to be master of a house imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικοδεσπότης — ο (Α οἰκοδεσπότης) ο αρχηγός τής οικογένειας, ο κύριος τού σπιτιού, ο νοικοκύρης αρχ. 1. ντόπιος κυβερνήτης 2. ο πλανήτης που επικρατεί κάθε φορά στον ζωδιακό κύκλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + δεσπότης] … Dictionary of Greek
οικοδεσπότης — ο θηλ. οικοδέσποινα 1. ο αρχηγός της οικογένειας, ο κύριος του σπιτιού. 2. ιδιοκτήτης του σπιτιού, σπιτονοικοκύρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οἰκοδεσπόται — οἰκοδεσπότης master masc nom/voc pl οἰκοδεσπότᾱͅ , οἰκοδεσπότης master masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδεσποτῶν — οἰκοδεσπότης master masc gen pl οἰκοδεσποτέω to be master of a house pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδεσπόταις — οἰκοδεσπότης master masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδεσπότην — οἰκοδεσπότης master masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδεσπότου — οἰκοδεσπότης master masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδεσπότῃ — οἰκοδεσπότης master masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσπότης — Ο κύριος του οίκου, ο οικοδεσπότης, ο αφέντης, ο απόλυτος κύριος και συνεκδοχικά ο βασιλιάς, ο τύραννος· επίσης ο επίσκοπος: «τον δεσπότην και αρχιερέα ημών Κύριε φύλαττε εις πολλά έτη». Στην αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στον κύριο του σπιτιού,… … Dictionary of Greek
οἰκοδεσπότα — οἰκοδεσπότᾱ , οἰκοδεσπότης master masc nom/voc/acc dual οἰκοδεσπότης master masc voc sg οἰκοδεσπότᾱ , οἰκοδεσπότης master masc gen sg (doric aeolic) οἰκοδεσπότης master masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)