Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

οἰκητῆρ'

  • 21 οἰκητήριον

    οἰκητήριον, ου, τό (οἰκητήρ = οἰκητή ‘inhabitant’, cp. οἰκήτωρ; Eur., Democr.+; Cebes 17, 3 εὐδαιμόνων οἰκ.; Plut., Mor. 60b; UPZ 17a, 23 [127 B.C.]; BGU 1167, 33 [12B.C.]; POxy 235, 14 astrological term ‘house [of Kronos=Saturn]’ w. οἶκος lines 15 and 16; POxy 281, 11; ins in GPlaumann, Ptolemais 1910 p. 35 [76/75 B.C.]; 2 Macc 11:2; En 27:2; TestSol; Jos., C. Ap. 1, 153; Tat. 13, 2) a place for living, dwelling, habitation, of angels (Ps.-Aristot., De Mundo 2, 2 heaven as the οἰκητήριον θεοῦ or 3, 4 τῶν ἄνω θεῶν) ἀπολιπεῖν τὸ ἴδιον οἰκ. abandon one’s own dwelling Jd 6 (cp. POxy 235 above; ἴδιον οἰκ. as Cornutus 24 p. 45, 21; for the subject matter cp. En 15:3ff; Jos., Ant. 1, 73).—The glorified body of a transfigured Christian, dwelling (alternating w. οἰκία, οἰκοδομή vs. 1) 2 Cor 5:2 (s. on σκῆνος and the lit. on γυμνός 1b).—DELG s.v. οἶκο C. M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > οἰκητήριον

См. также в других словарях:

  • οικητήρ — οἰκητήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. οἰκήτειρα (Α) κάτοικος («οἰκητῆρα τόπων τῶν ἐνθάδε», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκῶ + επίθημα τήρ (πρβλ. κοσμη τήρ, κινη τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • οἰκητῆρ' — οἰκητῆρα , οἰκητήρ masc acc sg οἰκητῆρι , οἰκητήρ masc dat sg οἰκητῆρε , οἰκητήρ masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκητῆρα — οἰκητήρ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκητῆρας — οἰκητήρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκητῆρος — οἰκητήρ masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοικητήριο — το (AM κατοικητήριον) ο τόπος στον οποίο κατοικεί κάποιος, ο τόπος διαμονής, η κατοικία (ἐν παντὶ κατοικητηρίῳ ὑμῶν ἔδεσθε ἄζυμα», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οικητήριον (< οἰκητήριον < οἰκητήρ), πρβλ. εν οικητήριον] …   Dictionary of Greek

  • κατοικητήριος — κατοικητήριος, ία, ον (Α) κατοικίδιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οἰκητήριος (< οἰκητήρ < οἰκῶ)] …   Dictionary of Greek

  • οικητήριος — οἰκητήριος, ία, ον (Α) [οικητήρ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπίτι, οικιακός, σπιτικός («σκευάρια οἰκητήρια», Αλκ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»