-
1 οικιδιον
1) домик Plat., Arst. etc.; домишко Dem.2) башенка ( на спине слона) Polyb. -
2 διπλοος
стяж. διπλοῦς 3(ион. f διπλέη)1) двойной, парный, двухсторонний, с двумя концами(διπλῆ μάστιξ Aesch., Soph.) или остриями (διπλᾶ κέντρα Soph.)
ὅθι δ. ἤντετο θώρηξ Hom. — там, где один край брони заходил за другой2) двойной ширины, дважды обертываемый(χλαίνη Hom.)
3) двукратный или вторичный(ὁδός Aesch.; θάνατος Her.)
παῖσαι διπλῆν (sc. πληγήν) Soph. — нанести второй удар4) двухэтажный(οἰκίδιον Lys.)
5) состоящий из двух элементов, составной, сложный(ὄνομα, λῆξις Arst.)
6) двоякого рода, двоякий(κίνησις Arst.)
7) двое, два, оба(διπλοῖ στρατηλάται, sc. Ἀγαμέμνων καὴ Μενέλαος Soph.)
8) согнутый, согбенный(ἄκανθα Eur.)
9) взаимный10) вдвое больший(τινος Plat.)
διπλοῦν ὀφείλειν ὅσον ἂν καταβλάψῃ Dem. — возместить ущерб в двойном размере11) двоедушный, двуличный(ἀνήρ Eur., Plat.; πρός τινα Xen.)
-
3 συνοικιδιον
-
4 τωκιδιον
См. также в других словарях:
οικίδιον — οἰκίδιον, τὸ (ΑΜ) [οικία] μικρό σπίτι, σπιτάκι, οικίσκος αρχ. μικρός ξύλινος πύργος τον οποίο τοποθετούσαν στη ράχη τών ελεφάντων … Dictionary of Greek
οἰκίδιον — small house neut nom/voc/acc sg οἰκίδιος domestic masc acc sg οἰκίδιος domestic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκιδίοιν — οἰκίδιον small house neut gen/dat dual οἰκίδιος domestic masc/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκιδίοις — οἰκίδιον small house neut dat pl οἰκίδιος domestic masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκιδίοισι — οἰκίδιον small house neut dat pl (epic ionic aeolic) οἰκίδιος domestic masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκιδίου — οἰκίδιον small house neut gen sg οἰκίδιος domestic masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκιδίων — οἰκίδιον small house neut gen pl οἰκίδιος domestic fem gen pl οἰκίδιος domestic masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκιδίῳ — οἰκίδιον small house neut dat sg οἰκίδιος domestic masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκίδια — οἰκίδιον small house neut nom/voc/acc pl οἰκίδιος domestic neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοικίδιον — μονοικίδιον, τὸ (Α) απομονωμένη κατοικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + οἰκίδιον (< οἶκος), πρβλ. συν οικίδιον] … Dictionary of Greek