-
1 εμβριθης
21) тяжелый, тяжеловесный(ἐ. καὴ βαρύς Plat.; θυρεοί Plut.)
2) густой, плотный(ἀναθυμίασις Plut.)
3) плотный, крепкий(λίνεα ὅπλα Her.)
4) тяжелый, сильный(πληγή Arst.)
5) трудный (sc. ὄνομα Plat.)6) тяжелый, тягостный(κακόν Aesch.; τῆς ἀνάγκης οὐδὲν ἐμβριθέστερον Soph.)
7) серьезный, основательный(ἀνήρ, φρόνημα, λογισμοί Plut.)
8) надежный, прочный(φιλία Plut.)
См. также в других словарях:
πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek