-
21 завывать
завыватьнесов, завыть сов ἀρχίζω νά οὐρλιάζω, νά ὠρύομαι. -
22 загудеть
загудетьсов ἀρχίζω νά βουίζω (о жуке, самолете)/ ἀρχίζω νά σφυρίζω (о гудке)/ ἀρχίζω νά οὐρλιάζω (о сирене, ветре). -
23 реветь
реветьнесов1. μουγγρίζω/ οὐρλιάζω (о волке, собаке и т. п.) I βρυχώμαι (о льве)/ γκαρίζω (об осле, муле)/ βουίζω (о машинах и т. п.):корова ревет ἡ ἀγελάδα μουγγρίζει· моторы ревут τά μοτέρ βουίζουν волны ревели τά κύματα μούγγριζαν2. (громко плакать) разг σκούζω, κλαίω γοερά. -
24 holler
['holə](to shout: He hollered at the boy to go away; He's hollering about the cost of petrol again.) ουρλιάζω -
25 yell
-
26 взвыть
[βζβότ'] ρ. ωρύομαι, ουρλιάζω -
27 выть
[βύτ'] ρ. ουρλιάζω -
28 взвыть
[βζβότ'] ρ ωρύομαι, ουρλιάζω -
29 выть
[βύτ'] ρ ουρλιάζω -
30 взвизгнуть
-ну, -нешь, ρ.σ.ουρλιάζω, βγάζω στρίγγλες φωνές•собака -ла от удара το σκυλί ούρλιαξε από το χτύπημα.
-
31 взвыть
взвою, взвоешь, ρ.σ.1. ουρλιάζω ξαφνικά•в саду -ла собака στον κήπο ούρλιαξε ξαφνικά το σκυλί.
2. ολολύζω. || μτφ. στενάζω, αγκομαχώ•работа такая, что -ешь η δουλιά είναι τέτοια, που στενάζεις, αγκομαχάς.
-
32 визжать
-жу, -жишь, ρ.δ.τσιρίζω, στριγγλίζω• σκούζω, ουρλιάζω. -
33 выть
вою, воешь ρ.δ.1. μουγκρίζω,ουρλιάζω, ωρύομαι•собака воет το σκυλί ουρλιάζει•
сирена воет ή σειρήνα μουγκρίζει.
2. κλαίω γοερά, ολολύζω, οδύρομαι. -
34 завывать
ρ.δ. ουρλιάζω, ωρύομαι• μουγκρίζω• βουίζω. -
35 завыть
-вою, -воешьρ.σ. αρχίζω να ουρλιάζω κλπ. ρ. βλ. выть. -
36 кликать
кличу, кличешьρ.δ. μ.1. (απλ.) φωνάζω, καλώ, προσκαλώ.2. (διαλκ.) ονομάζω, καλώ.3. κράζω, κρώζω (για πτηνά).4. ουρλιάζω, ωρύομαι. -
37 навизжаться
-жусь, -жишьсяρ.σ. (πολύ) τσιρίζω, στριγγλίζω σκούζω, ουρλιάζω. -
38 повизгивать
ρ.σ. τσιρίζω, στριγγλίζω, ουρλιάζω• σκούζω (για λίγο χρόνο). -
39 подвизгивать
ρ.δ. τσιρίζω, στριγγλίζω ουρλιάζω (πότε-πότε ή ελαφρά). -
40 развыться
-воюсь, -воешьсяρ.σ.1. μουγκρίζω, ουρλιάζω, ωρύομαι δυνατά.2. (απλ.) ολολύζω, θρηνώ, οδύρομαι.
См. также в других словарях:
ουρλιάζω — ουρλιάζω, ούρλιαξα βλ. πίν. 23 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ουρλιάζω — 1. (ιδίως για ζώα) εκβάλλω μακρόσυρτη κραυγή, σκούζω 2. μτφ. α) (για πρόσ.) κραυγάζω, φωνάζω δυνατά β) (για θάλασσα και άνεμο) κάνω πολύ θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ουριάζω, κατ επίδραση τού ιταλ. urlare] … Dictionary of Greek
ουρλιάζω — ούρλιασα και ούρλιαξα 1. για σκύλο, γαβγίζω χαρακτηριστικά, σκούζω. 2. μτφ., για άνθρωπο, φωνάζω δυνατά, σκούζω, τσιρίζω, ωρύομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρυάζομαι — ουρλιάζω, σκούζω: Τη νύχτα τα τσακάλια ρυάζονταν στο λόγγο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κωκύω — (Α) (κυρίως για γυναίκες) 1. κλαίω δυνατά, θρηνώ («ἀμφ αύτῷ χυμένη λίγ ἐκώκυε», Ομ. Ιλ.) 2. μοιρολογώ νεκρό με δυνατές φωνές («ἀλλ εἶμι κἀν θανοῡσι κωκύσουσ ἐμὴν Ἀγαμέμνονός τε μοῑραν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *κυ κύ ω, με ανομοίωση το ρ.… … Dictionary of Greek
ολολύζω — (ΑΜ ὀλολύζω και ολολύττω) βγάζω θρηνητικές κραυγές, θρηνώ γοερά, οδύρομαι, ολοφύρομαι, σκούζω αρχ. κραυγάζω, φωνάζω δυνατά, ιδίως για επίκληση γυναικών προς τους θεούς ή ως εκδήλωση χαράς («ὡς εἰποῡσ ὀλόλυξε θεὰ δὲ οἱ ἔκλυεν ἀρῆς», Ομ. Οδ.).… … Dictionary of Greek
υλώ — άω, Α 1. (μόνο στον ενεστ. και στον πρτ.) υλακτώ, γαυγίζω 2. (για άνθρωπο) φωνάζω δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί με ονοματοποιία, πιθ. από ΙΕ ρίζα *ul «κλαίω, ουρλιάζω» και κατάλ. άω (πρβλ. βοάω, γοάω). Ανάλογα παραδείγματα… … Dictionary of Greek
ωρύομαι — ὠρύομαι, ΝΑ 1. (για άγριο ζώο, ιδίως για λύκο ή σκύλο) βγάζω άγρια φωνή, ουρλιάζω 2. μτφ. (για πρόσ.) κραυγάζω σαν άγριο θηρίο (α. «από το πρωί ωρύεται έξαλλος σε όλους» β. «ὥσπερ ἀπόπληκτοι... ὠρύονται», Πλάτ.) αρχ. 1. (για λιοντάρι) βρυχώμαι 2 … Dictionary of Greek
αλυχτουρώ — ( άω και έω) 1. γαβγίζω, ουρλιάζω 2. γκρινιάζω, παραπονιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρήμα σχηματίστηκε υποχωρητικά από το μσν. ἀλυχτουρυόμαι < ἀλυχτῶ + οὐρυόμαι. ΠΑΡ. νεοελλ. αλυχτούρισμα] … Dictionary of Greek
βαΰζω — και βαγύζω (AM βαΰζω, Μ και βαγύζω, Α και βαΰσδω) 1. (για σκύλο) γαυγίζω 2. (για άνθρωπο) βρίζω, ουρλιάζω νεοελλ. κλαίω σαν μικρό παιδί αρχ. 1. θρηνώ με κραυγές κάποιον, σκούζω 2. απειλώ κεκαλυμμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ρηματικός σχηματισμός που … Dictionary of Greek
βοή — και βουή, η (AM βοή, Α και βοά, δωρ. τ.) 1. δυνατή φωνή, δυνατός ήχος 2. κραυγή, ιδίως θρηνητική 3. συγκεχυμένος θόρυβος 4. υπόκωφος, βαρύς ήχος 5. ο ήχος των κυμάτων νεοελλ. 1. βόμβος, βούισμα 2. δυσφήμηση 3. (σε κατάρα) ξαφνικό κακό αρχ. 1.… … Dictionary of Greek