-
121 ὁριζομένων
-
122 οριζούσας
ὁριζούσᾱς, ὁρίζωdivide: pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)ὁριζούσᾱς, ὁρίζωdivide: pres part act fem gen sg (doric) -
123 ὁριζούσας
ὁριζούσᾱς, ὁρίζωdivide: pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)ὁριζούσᾱς, ὁρίζωdivide: pres part act fem gen sg (doric) -
124 οριζόμεθα
-
125 ὁριζόμεθα
-
126 οριζόμενον
-
127 ὁριζόμενον
-
128 οριζόντων
ὁρίζωdivide: pres part act masc /neut gen plὁρίζωdivide: pres imperat act 3rd plὁρίζωνseparating circle: masc gen pl
См. также в других словарях:
ορίζω — ορίζω, όρισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: ορίζω : η προστακτική αορίστου ορίστε χρησιμοποιείται και ως απάντηση σε κάλεσμα (π.χ. ορίστε, τι θέλετε;) ή ως ερώτηση (πώς;) επιφωνηματική έκφραση (να!) κτλ … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ὁρίζω — divide pres subj act 1st sg ὁρίζω divide pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορίζω — (ΑΜ ὁρίζω, Α ιων. τ. οὐρίζω) [όρος (Ι)] 1. θέτω τα γεωγραφικά όρια ή χρησιμεύω ως όριο, δηλ. προσδιορίζω τη θέση τόπου, χώρας ή λαού (α. «τα Πυρηναία ορίζουν την Ισπανία προς βορράν» β. «τὴν αρχὴν ὥριζεν αὐτῷ ή Ἐρυθρά Θάλαττα», Ξεν.) 2. διατυπώνω … Dictionary of Greek
ορίζω — όρισα, ορίστηκα, ορισμένος 1. βάζω όριο, σύνορο, καθορίζω τη θέση: Ο Έβρος ορίζει την Ελλάδα και την Τουρκία. 2. προσδιορίζω, καθορίζω χρονικά: Δεν ορίστηκε ακόμα η μέρα των εξετάσεων. 3. είμαι κύριος, εξουσιάζω: Αυτά τα νησιά τα ορίζει η Ελλάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὡρίσθην — ὁρίζω divide plup ind mp 3rd dual ὁρίζω divide aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ὁρίζω divide aor ind pass 1st sg ὁρίζω divide plup ind mp 3rd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρίζεσθε — ὁρίζω divide pres imperat mp 2nd pl ὁρίζω divide pres ind mp 2nd pl ὁρίζω divide imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρίζετε — ὁρίζω divide pres imperat act 2nd pl ὁρίζω divide pres ind act 2nd pl ὁρίζω divide imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρίζῃ — ὁρίζω divide pres subj mp 2nd sg ὁρίζω divide pres ind mp 2nd sg ὁρίζω divide pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρίσουσιν — ὁρίζω divide aor subj act 3rd pl (epic) ὁρίζω divide fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὁρίζω divide fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρίσω — ὁρίζω divide aor subj act 1st sg ὁρίζω divide fut ind act 1st sg ὁρίζω divide aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡρισμένα — ὁρίζω divide perf part mp neut nom/voc/acc pl ὡρισμένᾱ , ὁρίζω divide perf part mp fem nom/voc/acc dual ὡρισμένᾱ , ὁρίζω divide perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)