-
81 τρι-πλασίων
τρι-πλασίων, ονος, dreifach, dreifältig, dreimal so viel, c. gen., Ar. Equ. 285. 715.
-
82 τρις-και-δεκα-πλασίων
τρις-και-δεκα-πλασίων, ονος, dreizehnfältig, Sp.
-
83 τρις-κακο-δαίμων
τρις-κακο-δαίμων, ονος, dreimal, d. i. sehr unglücklich; Ar. Ach. 988 Plut. 851 u. öfter; Aesch. 1, 59.
-
84 τρις-μῡριο-πλασίων
τρις-μῡριο-πλασίων, ονος, dreißigtausendfach, Archimed.
-
85 τριτο-βάμων
τριτο-βάμων, ονος, als dritter gehend, den dritten Fuß bildend, βάκτρον Eur. Troad. 288.
-
86 τρι-βάμων
τρι-βάμων, ονος, = τριτοβάμων, v. l. bei Eur.
-
87 τραγο-βάμων
τραγο-βάμων, ονος, auf Bocksfüßen schreitend, bocksfüßig, Pan.
-
88 τρᾱχυ-δέρμων
τρᾱχυ-δέρμων, ονος, mit hartem Felle, Epicharm. bei Ath. VII, 286 c.
-
89 τρῡγών
τρῡγών, όνος, ἡ, 1) die Turteltaube, nach ihrer girrenden Stimme genannt; Ar. Av. 309. 979; τρυγόνος λαλίστερος, sprichwörtlich von großer Geschwätzigkeit, Zenob. 6, 8; vgl. Mein. Men. p. 148 und Theocr. 15, 88. – 2) eine Rochenart mit einem Stachel am Schwanz; Epicharm. bei Ath. VII, 309 d; Luc. Tragodop. 262.
-
90 ταπεινό-φρων
ταπεινό-φρων, ονος, niedrig gesinnt, niedergeschlagenes Sinnes, kleinmüthig, Plut. de fort. Alex. 2, 4. – Auch demüthig, N. T.
-
91 ταχυ-βάμων
ταχυ-βάμων, ονος, schnell gehend, Arist. physiogn. 6.
-
92 τερπών
τερπών, όνος, ἡ, = Vorigem, E. M. 812, 16.
-
93 τερθρωτήρ
-
94 τερθρηδών
-
95 τερηδών
τερηδών, όνος, ἡ (τείρω, τερέω;, 1) der Holzwurm, des. der die Schiffe durchbohrt und annagt, der Schiffswurm, ὑπὸ τερηδόνων σαπεῖσ' ἐνταῠϑα καταγηράσομαι, Ar. Equ. 1305, sagt eine Triere. – 2) der Bein- oder Knochenfraß, Medic.
-
96 τεράμων
-
97 τετρα-πλασίων
τετρα-πλασίων, gen. ονος, = τετραπλάσιος.
-
98 τετρα-κίων
τετρα-κίων, gen. ονος, mit od. von vier Säulen, Orph. ad Mus. 39.
-
99 τετρα-βάμων
-
100 τεχνήμων
См. также в других словарях:
ὄνος — white chested masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όνος — ονος white chested masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όνος — ο (ΑΜ ὄνος, Α και ὄνος, ή) 1. λόγια ονομασία τού γαιδάρου 2. γένος ψαριών, αλλ. ονίσκος 3. στον πληθ. ως κύριο όν. Όνοι αστρον. δύο αστέρες που ανήκουν στον αστερισμό τού Καρκίνου 4. φρ. α) «όνου σκιά» καθετί το ανύπαρκτο ή ευτελές και ασήμαντο… … Dictionary of Greek
Ὄνος λύρας. — (ἀκούων). См. Смыслен, как осел к волынке … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὄνος λύρας ἔκουε καὶ σαλπύγγος ὕς. — См. Смыслен, как осел к волынке … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὄνος τίς ὦτα κινῶν. — См. Хлопать ушами … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀλλ’ ὄνος λύρας ἀκούεις κινῶν τὰ ὦτα. — ἀλλ’ ὄνος λύρας ἀκούεις κινῶν τὰ ὦτα). См. Смыслен, как осел к волынке. ἀλλ’ ὄνος λύρας ἀκούεις κινῶν τὰ ὦτα. См. Хлопать ушами … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὑπὸ τῇ λεοντῇ πάλιν ὄνος ὀγκήσεται. — ὑπὸ τῇ λεοντῇ πάλιν ὄνος ὀγκήσεται. См. Осла и в львиной коже по крику узнаешь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Υπεριονίων — ονος, ὁ, Α πατρων. ο γιος τού Υπερίονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ὑπερίων, ονος + επίθημα ίων (πρβλ. Δαρδαν ίων: Δάρδανος)] … Dictionary of Greek
αλαζών — ( όνος), ο, η (Α ἀλαζών) ως επίθ. αυτός που υπερηφανεύεται υπέρμετρα ή παράλογα, υπερήφανος, υπερόπτης αρχ. ως ουσ. 1. ο περιπλανώμενος, περιφερόμενος εδώ κι εκεί 2. αγύρτης, τσαρλατάνος, απατεώνας 3. ως επίθ. αλαζονικός, υπεροπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Το … Dictionary of Greek
λευχείμων — ονος, ο, η (AM λευχείμων, ονος) αυτός που φορά λευκά ενδύματα, ασπροντυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. κακο είμων, λαμπρο είμων] … Dictionary of Greek