-
1 ομώνυμος
[омонимос] εκ. однофамилец, тёзка,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ομώνυμος
-
2 одноимённый
-
3 однофамилец
-
4 полюс
1. (точка пересечения воображаемой оси вращения Земли с земной поверхностью) о πόλος 2. (вывод, зажим) о πόλος, ο ακροδέκτης-возбуждения эл. - της διέγερσηςглавный - эл. κύριος -дополнительный - эл. βοηθητικός -, ενδιάμεσος -основной эл. - главный -отрицательный - эл. αρνητικός -положительный - эл. θετικός -разноимённый - ετερώνυμος -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полюс
-
5 одноименный
одноименныйприл ὁμώνυμος. -
6 омоним
омо́нимм лингв. ὁ ὁμώνυμος. -
7 одноименный
[*][αντναιμιόννυϊ) εκ ομώνυμος -
8 омоним
[αμόνιμ] οοσ. α. (γλωσ.) ομώνυμος -
9 одноименный
[*][αντναιμιόννυϊ) εκ ομώνυμος -
10 омоним
[αμόνιμ] ουσ α (γλωσ.) ομώνυμος -
11 одноимённый
επ.-мнен, -мнна, -мнно; ομώνυμος•одноимённый город ομώνυμη πόλη.
См. также в других словарях:
ὁμώνυμος — having the same name masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομώνυμος — η, ο (ΑΜ ὁμώνυμος, ον) αυτός που έχει την ίδια ονομασία με κάποιον άλλο, συνώνυμος, ταυτώνυμος, συνονόματος («ὁ μὲν γὰρ πάππος τε καὶ ὁμώνυμος ἐμοί», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. α) «ομώνυμες λέξεις» οι λέξεις που προφέρονται με τον ίδιο τρόπο, αλλά έχουν… … Dictionary of Greek
ομώνυμος — η, ο 1. αυτός που έχει το ίδιο όνομα. 2. φρ., «Ομώνυμες λέξεις», αυτές που προφέρονται όμοια, αλλά γράφονται διαφορετικά και σημαίνουν διαφορετικά πράγματα: Θήρα, θύρα, λύρα, λίρα κτλ. «Ομώνυμα κλάσματα», τα κλάσματα με τον ίδιο παρονομαστή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁμωνυμίως — ὁμώνυμος having the same name adverbial ὁμώνυμος having the same name masc acc pl (doric) ὁμωνύμιος adverbial ὁμωνύμιος masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμωνύμω — ὁμώνυμος having the same name masc/fem/neut nom/voc/acc dual ὁμώνυμος having the same name masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμωνύμως — ὁμώνυμος having the same name adverbial ὁμώνυμος having the same name masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμώνυμον — ὁμώνυμος having the same name masc/fem acc sg ὁμώνυμος having the same name neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμωνυμίαις — ὁμώνυμος having the same name fem dat pl ὁμωνύμιος fem dat pl ὁμωνυμία a having the same name fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμωνυμίη — ὁμώνυμος having the same name fem nom/voc sg (epic ionic) ὁμωνύμιος fem nom/voc sg (epic ionic) ὁμωνυμία a having the same name fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμωνυμίην — ὁμώνυμος having the same name fem acc sg (epic ionic) ὁμωνύμιος fem acc sg (epic ionic) ὁμωνυμία a having the same name fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμωνυμίῃ — ὁμώνυμος having the same name fem dat sg (epic ionic) ὁμωνύμιος fem dat sg (epic ionic) ὁμωνυμία a having the same name fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)