-
1 περιστάσεις
περίστασιςstanding round: fem nom /voc pl (attic epic)περίστασιςstanding round: fem nom /acc pl (attic)περιστά̱σεις, περιίστημιplace round: aor subj act 2nd sg (epic doric)περιστά̱σεις, περιίστημιplace round: fut ind act 2nd sg (doric)περιστάζομαιaor subj act 2nd sg (epic)περιστάζομαιfut ind act 2nd sgπεριστάζωsprinkle all round: aor subj act 2nd sg (epic)περιστάζωsprinkle all round: fut ind act 2nd sg -
2 обстоятельство
-а ουδ.1. περίπτωση•отягчающие (вину) -а επιβαρυντικές περιπτώσεις (περιστατικά)•
смягчающие -а ελαφρυντικές περιπτώσεις (περιστα,τικά).
2. πλθ. -а συνθήκες, περιστάσεις•это зависит от -ств αυτό εξαρτάται από τις περιστάσεις•
при нынешних -ах στις τωρινές συνθήκες•
при данных -ах στις δοσμένες περιστάσεις•
по семейным ή по домашним -ам για οικογενειακούς λόγους•
по независящим -ам για λόγους ανώτερης βίας ή παρά τη θέληση μου•
ни при каких -ах σε καμιά περίπτωση, επ ουδενί λόγω.
|| σύμπτωση, συγκυρία, συντυχία•счастливое обстоятельство ευτυχής σύμπτωση.
3. (γραμμ.) προσδιορισμός•обстоятельство места τοπικός προσδιορισμός•
обстоятельство времени χρονικός προσδιορισμός•
обстоятельство образа действия τροπικός προσδιορισμός.
εκφρ.смотря (гляди) по -ам – κατά τις περιστάσεις•стечение -ств – συγκυρία, εξέλιξη (συρροή) περιστάσεων. -
3 обстоятельство
обстоятельств||ос ί. ἡ περίσταση [-ις], ἡ περίπτωση [-ις]:смягчающие вину \обстоятельствоа τά ἐλαφρυντικά· непредвиденное (неожиданное) \обстоятельство τό ἀπροσδόκητο περιστατικό·2. \обстоятельствоа мн. οἱ περιστάσεις, οἱ συνθήκες:по семейным \обстоятельствоам γιά οἰκογενειακούς λόγους· по независящим от меня \обстоятельствоам γιά λόγους ἀνεξάρτητους ἀπό τή θέληση μου· смотря по \обстоятельствоам ἐξαρτάται ἀπό τίς περιστάσεις· при данных \обстоятельствоах στίς δοσμένες συνθήκες (или περιστάσεις)· ни при каких \обстоятельствоах σέ καμμιά περίπτωση· стечение обстоятельств ἡ συγκυρία, ἡ συντυχία·3. грам. ὁ προσδιορισμός:\обстоятельство образа действия ὁ τροπικός προσδιορισμός. -
4 περιστασις
- εως ἥ1) стояние вокруг, окружениеτὸ θερμὸν οὐ βαδίζει ἔξω διὰ τέν τοῦ ψυχροῦ περίστασιν Arst. — тепло не выходит наружу, будучи окружено холодом
2) круг, кольцо, пояс(ἥ τῶν σκηνῶν π. Polyb.)
3) обстоятельство, состояние, положение(αἱ περιστάσεις τῶν πόλεων Polyb.)
ἥ κατὰ τὸν ἀέρα π. Polyb. — состояние атмосферы;ἐπ΄ ἀμφοτέραις ταῖς περιστάσεσιν Polyb. — в обстоятельствах обоего рода, т.е. в военное и в мирное время4) тж. pl. тяжелые обстоятельства, превратностиκατὰ τὰς περιστάσεις Polyb. — в трудных обстоятельствах;
ἀπολελύσθαι τῆς περιστάσεως Polyb. — освободиться от опасности5) внешние обстоятельства, устройство(π. μεγαλομερής Polyb.)
6) атмосфера, воздух или погода7) грам. обстоятельственное слово, обстоятельство -
5 обстоятельство
1. (условие, определяющее положение чего-л. или кого-л.) η συνθήκηни при каких - ах σε καμία περίπτωση, επ' ουδενί λόγω2. грам. о (επιρρηματικός) προσδιορισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > обстоятельство
-
6 обстановка
обстановка ж 1) (мебель) η επίπλωση, τα έπιπλα 2) (положение) η κατάσταση· το περιβάλλον (окружение)' οι συνθήκες, οι περιστάσεις (условия)' международная \обстановка η διεθνής κατάσταση* * *ж1) ( мебель) η επίπλωση, τα έπιπλαмеждунаро́дная обстано́вка — η διεθνής κατάσταση
-
7 обстоятельство
обстоятельство с η περίσταση, η περίπτωση· \обстоятельствоа изменились η κατάσταση άλλαξε· по семейным \обстоятельствоам για οικογενειακούς λόγους· смотря по \обстоятельствоам κατά και τις περιστάσεις· ни при каких \обстоятельствоах σε καμιά περίπτωση* * *сη περίσταση, η περίπτωσηобстоя́тельства измени́лись — η κατάσταση άλλαξε
по семе́йным обстоя́тельствам — για οικογενειακούς λόγους
смотря́ по обстоя́тельствам — κατά και τις περιστάσεις
ни при каки́х обстоя́тельствах — σε καμιά περίπτωση
-
8 подобный
подобный παρόμοιος, ανάλογος* в \подобныйых случаях σε παρόμοιες περιστάσεις ◇ ничего \подобныйого! κάθε άλλο!· и тому \подобныйое (и т. п.) και τα λοιπά (κτλ.)* * *παρόμοιος, ανάλογοςв подо́бных слу́чаях — σε παρόμοιες περιστάσεις
••ничего́ подо́бного! — κάθε άλλο!
и тому́ подо́бное (и т. п.) — και τα λοιπά (κτλ.)
-
9 зависимость
зави́с||имостьж ἡ ἐξάρτηση [-ις]:крепостная \зависимостьимость ἡ φεουδαρχική ὑποτέλεια· быть в \зависимостьимости от кого́-л. ἐξαρτιέμαι ἀπό κάποιον в \зависимостьимости от обстоятельств ἐξαρτάται ἀπό τίς περιστάσεις, ἀνάλογα μέ τίς περιστάσεις. -
10 συντρέχω
(αόρ. συνέτρεξα и συνέδραμαν) 1. μετ. помогать, приходить на помощь (кому-л.); содействовать, способствовать (чему-л.);τον συνέτρεξα πάντα εις τάς δύσκολους περιστάσεις я ему всегда помогал в трудные минуты; συνέτρεξαν οι περιστάσεις обстоятельства помогли; 2. αμετ. уст. сходиться, совпадать;συντρέχουν οι γνώμες — мнения совпадают;
§ δεν συντρέχει λόγος — нет никакой причины, нет основания
-
11 привести
-веду, -ведшь, παρλθ. χρ. - привл-ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. приведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приведенный, βρ: -ден, -дена, -дено,επιρ. μτχ. приведяρ.σ.μ.1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• οδηγώ, φέρω πηγαίνω•ребнка домой πηγαίνω το παιδάκι στο σπίτι•
побежи привестиди врача τρέξε, φέρε το γιατρό•
обстоятелства -ли меня сюда οι περιστάσεις με έφεραν εδώ•
привести к мысли οδηγώ στη σκέψη•
-к правильному заключению οδηγώ σε σωστό συμπέρασμα•
привести в затруднение φέρω σε δυσκολία•
привести в отчаяние φέρω σε απελπισία•
привести в замешательство φέρω σε σύγχυση.
2. βάζω, θέτω•привести в действие, в движение βάζω σε ενέργεια, σε κίνηση.
3. (με την πρόθεση «В» σε συνδυασμόμε μερικά ουσ. αποδίδεται στα ελληνικά με ρήμα από τη σημ. του ουσ.)•привести в готовность ετοιμάζω•
привести в исполнение εκτελώ•
привести в порядок τακτοποιώ•
привести в негодность αχρηστεύω.
|| (μαθ.) τρέπω•привести к общему знаменателю τρέπω ετερώνυμσ. (κλάσματα) σε ομώνυμα.
4.(με την πρόθ.«К») οδηγώ προς•привести к гибели οδηγώ στο χαμό (καταστροφή)•
привести к поражению οδηγώ στην ήττα.
5. παρουσιάζω, φέρω, προβάλλω•привести пример φέρω παράδειγμα•
привести аргументы φέρω επιχειρήματα•
он -л слова известного учёного αυτός επικαλέστηκε τα λόγια γνωστού επιστήμονα.
εκφρ.привести в себя: – α) συνεφέρνω (επαναφέρω στις αισθήσεις), β) επαναφέρω στην πρότερη κατάσταση•привести к порядку – кого επαναφέρω στην τάξη κάποιον•не -ди Бог (господи, господь) – να μη δόσει ο Θεός, ο Κύριος•-дёт Бог (господь); -дёт судьба (случай) – θα το φέρει ο Θεός, ο Κύριος θα το φέρει η τύχη, η περίσταση•не -дёт к добру – δε θα οδηγήσει σε καλό•ни -дёт ни к чему хорошему – δε θα οδηγήσει σε τίποτε το καλό.απρόσ. συμβαίνω, γίνομαι, λαμβάνω χώρα τα φέρνουν οι περιστάσεις, η τύχη. -
12 περι-στατικός
περι-στατικός, ή, όν, den Umstand, die Umstände betreffend, περιστατικὰ πράγματα, = περιστάσεις, Plut. de superst. 8. – Aber οἱ περιστατικοί, bei Galen., = geschäftige Menschen.
-
13 περί-στασις
περί-στασις, ἡ, das Herumstehen, die Umgebung, der Ort oder die Gegend, wovon man umgeben ist, worin man lebt, auch die Umstehenden, der Volkshaufe, ἡ ἔξω περ., Pol. 18, 36, 11; Theophr. char. 8. – Gew. die äußeren Umstände; Pol. 1, 32, 3; ἐπὶ παντὸς καιροῠ καὶ περιστάσεως, 1, 35, 10; ἐπ' ἀμφοτέραις ταῖς περιστάσεσιν, 4, 67, 4, d. i. im Kriege und im Frieden; ἡ κατὰ τὸν ἀέρα περ., Beschaffenheit, 3, 84, 2; καυματώδης, χειμέριος, D. Sic. 4, 22. 13, 83; bes. aber im schlimmen Sinne, Noth, Gefahr, oft bei Pol., π ολλοὺς καιροὺς καὶ περιστάσεις ἔχοντες 4, 32, 2, ἀόρατοι παντὸς κακοῠ καὶ πάσης περιστάσεως 2, 21, 2, ἀπολελύσϑαι τῆς περιστάσεως, von der Gefahr befrei't sein, 10, 14, 5; ἐν περιστάσει τοιαύτῃ, Luc. mort. Peregr. 18. – Auch Umstände, die man macht, Zurüstungen, prunkhafte Umgebungen; μεγαλομερής, Pol. 32, 12, 3; βίου, 3, 98, 2; a. Sp., wie Plut.
-
14 ὁλο-σχερής
ὁλο-σχερής, ές (σχερός), ganz vollständig, VLL. erkl. τέλειος, ὁλόκληρος; ἀνήρ, Soph. frg. 708; Theocr. 25, 110. Oft bei Pol. = das Ganze betreffend, hauptsächlich, wichtig, ἔγκλιμα 1, 19, 11, κρίσις 1, 57, 5, ἀγών 11, 16, 6, φόβοι 1, 73, 7, περιστάσεις 17, 15, 2, u. sonst; τὸ ὁλοσχερέστατον μέρος, der wichtigste, größte Theil, 5, 37, 8; adv., τοὺς βαρβάρους ὁλοσχερῶς ἐκβάλλειν, 1, 11, 7; ὁλοσχερέστερον ἐπιτρέπειν τινί, Einem das Ganze übergeben, 5, 68, 2; auch ὁλοσχερῶς διακεῖσϑαι πρός τι, ganz auf Etwas versessen sein, vulg. Isocr. 5, 135; ὁλοσχερῶς κόπτειν, ϑλάσαι, grob zerstoßen, Diosc.; ὡς ἂν ὁλοσχερέστερον εἴποι τις, S. Emp. pyrrh. 1, 31, der auch ὁ ὁλ. καὶ ἐν πλάτει χρόνος dem ὁ κατ' ἀκρίβειαν entgegstzt, adv. astrol. 64; das adv. wird aus Diphil. citirt B. A. 110, 18.
-
15 απροσορμιστος
-
16 обстановка
1. (ситуация, условия) οι συνθήκες, οι περιστάσεις (πλ.) 2. (меблировка) η επίπλωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обстановка
-
17 как
как1. нареч вопр. πῶς, τίνι τρόπω:\как вы поживаете? πῶς είσθε; τί κάνετε; \как ἐτο случилось? πως συνέβη αὐτό;· \как э́то сделать? πῶς νά τό κάνω αὐτό;· \как вам кажется? πως σᾶς φαίνεται;· \как мне быть? τί νά κάνω· \как так? πως ἐτσι;·2. нареч воскл. πῶς, τί:\как он изменился! πῶς ἄλλαξε!·3. нареч относ. ὅπως, ὠς:я действовал, \как вы мне сказали ἐνήργησα ὀπως μοῦ είπατε·4. союз сравнит. ὀπως, σάν, καθώς, ὡσάν:белый \как снег ἄσπρος σάν τό χιόνι· такой же, \как прежде ὁ ίδιος, ὅπως καί πρίν советую вам э́то \как друг σᾶς τό συμβουλεύω σάν φίλος· \как..., так и... τόσο..., ὀσο...·5. союз временной μόλις, ὀταν, πού, εὐθύς ὡς (как только)! ἀπό τότε πού, ἀφ· ὀτου (с тех пор как):всякий раз \как κἀθε φορά πού· прошло два года, \как мы с yим познакомились πέρασαν δύο χρόνια ἀπό τότε πού γνωριστήκαμε· между те́м \как, тогда \как ἐνῶ, τήν ὠρα πού·6. союз (выражает внезапность действия) разг ξαφνικά, ξάφνου, Εξαφνα:она (вдруг) \как закричит ξαφνικά ἀρχισε νά φωνάζει· дождь \как польет ἀρχισε ξάφνου μιά βροχή· ◊ \как когда разг ἐξαρτάται ἀπό τίς περιστάσεις· \как будто, \как бы σάμπως, φαίνεται σάν, σάν νἀ· задача !§та \как будто простая τό πρόβλημα αὐτό φαίνεται εὔκολο· \как раз ἀκριβῶς, ίσια ίσια· \как бы то ий было ὅπως καί νάχει τό ζήτημα, ὅτι καί νά συμβή· \как бы ни ὅσο καί νά· \как бы он ни старался... ὅσο καί νά προσπαθήσει...· \как бы не... μήπως καί..., μπας καί...· \как же! ἀσφαλώς!, βεβαίως!· \как же так? разг ἀπό ποῦ κι· ὡς ποῦ:· \как бы не так! καλέ τί μας λές!· \как знать? разг ποιος ξέρει;· \как попало ὅπως τύχει· делать что́-л. \как попало κάνω κάτι ὀπως τύχει· \как например ὅπως λόγου χάριν смотря \как... ἐξαρτᾶται πως...· \как известно ὅπως εἶναι γνωστό. -
18 примениться
применить||ся(приспосабливаться) προσαρμόζομαι:\применитьсяся к обстоятельствам προσαρμόζομαι μέ τίς περιστάσεις. -
19 складываться
складыва||ться1. (устраивать складчину) разг βάζουμε ρεφενέ·2. (устанавливаться) δημιουργούμαι:обстоятельства \складыватьсяются для него́ благоприятно οἱ περιστάσεις γίνονται γι ' αὐτόν εὐνοϊκές· у меня \складыватьсяется убеждение, что... ἀρχίζω νά πείθομαι ὅτι...· у нее уже \складыватьсяется характер ήδη διαμορφώνεται ὁ χαρακτήρας της. -
20 αντίξοος
α, ο [ος, ον ] 1. неблагоприятный; враждебный;αντίξοοι περιστάσεις — неблагоприятные обстоятельства;
2. (τό) трудность, неблагоприятное обстоятельство
См. также в других словарях:
περιστάσεις — περίστασις standing round fem nom/voc pl (attic epic) περίστασις standing round fem nom/acc pl (attic) περιστά̱σεις , περιίστημι place round aor subj act 2nd sg (epic doric) περιστά̱σεις , περιίστημι place round fut ind act 2nd sg (doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστατικός — ή, ό / περιστατικός, ή, όν, ΝΜΑ [περίστασις] το ουδ. ως ουσ. το περιστατικό(ν) α) γεγονός που συμβαίνει τυχαία, χωρίς να τό περιμένει κανείς, συμβάν β) (ειδικά) δυσάρεστο γεγονός νεοελλ. 1. αυτός που συμβαίνει ή χρησιμεύει σε εξαιρετικές… … Dictionary of Greek
περίσταση — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 26 μ.), στην πρώην επαρχία Πιερίας του ομώνυμου νομού. Βρίσκεται πολύ κοντά στην Κατερίνη της οποίας αποτελεί προάστιο. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (10 τ. χλμ.). * * * η / περίστασις, εως, ΝΜΑ [περιίστημι] 1.… … Dictionary of Greek
παρατυγχάνω — ΝΜΑ 1. παρευρίσκομαι τυχαία, συμβαίνει να είμαι παρών («παρατυχών τε τῷ λόγω καὶ δείσας μὴ ἀναγκασθῇ Ξέρξης», Ηρόδ.) 2. (η μτχ. αορ. β ) παρατυχών, ούσα, όν όποιος συνέπεσε να παρευρίσκεται, αυτός που παρουσιάστηκε πρώτος, ο τυχαίος, ο πρώτος… … Dictionary of Greek
Οικουμενικό Πατριαρχείο — Η έδρα του οικουμενικού πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη, αρχηγού της Ορθοδοξίας και προκαθήμενου των πατριαρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ονομάζεται και Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως καθώς και Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία. Το Ο.Π.… … Dictionary of Greek
Φιλική Εταιρεία — Ελληνική μυστική οργάνωση πατριωτικού χαρακτήρα, που ιδρύθηκε το πρώτο δεκαπενθήμερο του 1814, με σκοπό την προετοιμασία και την πραγματοποίηση του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων εναντίον του οθωμανικού ζυγού. Η Φ.Ε. αποτέλεσε τον τελευταίο… … Dictionary of Greek
δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός … Dictionary of Greek
δουλεύω — (AM δουλεύω) [δούλος] 1. είμαι δούλος, υπηρέτης 2. είμαι υπόδουλος, υποταγμένος 3. εργάζομαι σωματικά ή πνευματικά για να κερδίσω τα αναγκαία για τη ζωή 4. προσφέρω υπηρεσία, υπηρετώ («την πατρίδα σου να δουλέψης», Ψυχάρης) μσν. νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… … Dictionary of Greek
πάσχω — ΝΜΑ και πάσκω, Ν 1. υφίσταμαι την επενέργεια κάποιου, υπόκειμαι σε κάτι, σε αντιδιαστολή προς το ποιώ και το πράττω («πολλὰ μέν... πείσεσθαι, πολλὰ δὲ ποιήσειν», Ηρόδ.) 2. κατέχομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος (α. «χρόνια τώρα πάσχει από το… … Dictionary of Greek
παρακαταθήκη — (Νομ.). Σύμβαση με την οποία ένα πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, ονομαζόμενο θεματοφύλακας, παραλαμβάνει από ένα άλλο πρόσωπο (παρακαταθέτη) ένα κινητό πράγμα προς φύλαξη, με την υποχρέωση να το επιστρέψει μόλις ζητηθεί. Ως κινητά νοούνται όλα τα μη… … Dictionary of Greek