Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

οι+δικοί+του

  • 1 δικός

    η, ό 1.
    1) свой, собственный;

    δικός μου (σου, του, μας κ.λ.π.) — мой (твой, его, наш и т. д.);

    είναι δική του γνώμη — это — его собственное мнение;

    2) свой, близкий, родной (о человеке);

    θα στείλω δικους μου ανθρώπους — я пошлю своих людей;

    πώς είναι οι δικοί σου; — как твой родные?;

    2.
    1) (ο) родственник; 2):

    τα δικά — заботы;

    ο καθένας έχει τα δικά του — у каждого свои заботы;

    § έχει το δικό του — он хорошо обеспечен

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δικός

См. также в других словарях:

  • Μακρυγιάννης — I (Γιάννης Τριαντάφυλλου ή Τριανταφυλλοδημήτρης, Αβορίτη Δωρίδας, Φωκίδα 1797 – Αθήνα 1864). Αγωνιστής του 1821, στρατηγός και πολιτικός. Ο συγγραφέας των απαράμιλλων για το ύφος τους Απομνημονευμάτων έλαβε το παρωνύμιο Μ., χάρη στο ψηλόλιγνο… …   Dictionary of Greek

  • Τολστόι — Επώνυμο Ρώσων συγγραφέων, καλλιτεχνών και κοινωνικών παραγόντων, που είχαν τον τίτλο του κόμη. 1. Αλεξέι Κονσταντίνοβιτς (Πετρούπολη 1817 – Κράνσι Ρογκ, Τσερνίγκοφ 1875). Ποιητής, πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας). Από αριστοκρατική οικογένεια …   Dictionary of Greek

  • Αλεξανδρόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αγγελής. Αγωνιστής από τα Γαράτσα της Μεσσηνίας. Υπηρέτησε αρχικά υπό τις διαταγές του Μήτρου Πέτροβα. Πήρε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις στην Καρύταινα, το Βαλτέτσι, την Τρίπολη, το Άργος, την Κόρινθο κ.α. 2.… …   Dictionary of Greek

  • Κοσμάς — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.140 μ., 581 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του Πάρνωνα, 115 χλμ. ΝΑ της Τρίπολης. Αποτελεί έδρα της ομώνυμης κοινότητας. II… …   Dictionary of Greek

  • Μποντλέρ, Σαρλ — (Charles Beaudelaire, Παρίσι 1821 – 1867). Γάλλος ποιητής. Μια από τις λαμπρότερες προσωπικότητες της γαλλικής λογοτεχνίας, αλλά εκτός από αυτό, ο Μ. θεωρείται γενικά και ο δημιουργός της νεώτερης ποίησης και μετά τον ρομαντισμό εκείνος που… …   Dictionary of Greek

  • Φίλντινγκ, Χένρι — (Fielding, Σάρπχαμ Παρκ, Σόμερσετ 1707 – Λισαβόνα 1754). Άγγλος συγγραφέας. Οι δικοί του, μικροί κτηματίες και ξεπεσμένοι αριστοκράτες, τον έστειλαν στο Ίτον και κατόπιν στο Λέιντεν για να σπουδάσει νομικά. Όταν γύρισε στο Λονδίνο, ο νεαρός Φ.… …   Dictionary of Greek

  • Σινιορέλι, Λούκα — (Signorelli). Ιταλός ζωγράφος (Κορτόνα, περίπου το 1450 1523). Η διαμόρφωση του βασίστηκε στα διδάγματα του Πιέρο ντέλα Φραντσέσκα, με τον οποίο φαίνεται ότι εργάστηκε (Βαζάρι, Πατσόλι) γύρω στο 1470, και του Πολαϊόλο, του πιο συγγενικού μ’ αυτόν …   Dictionary of Greek

  • Νουμάς — Πολιτικό, κοινωνικό και φιλολογικό περιοδικό των πρώτων δεκαετιών του αιώνα μας. Το ίδρυσε ο λογοτέχνης Δημήτριος Π. Ταγκόπουλος τον Ιανουάριο του 1903, με ευρύτερους αρχικά στόχους· στο πρώτο φύλλο, όπου γνωστοποιούσε το πρόγραμμα του Νουμά (που …   Dictionary of Greek

  • Ιλιάδα — Επικό ποίημα του Ομήρου. Η Ι. αναπτύσσεται σε 24 ραψωδίες, που περιλαμβάνουν παραπάνω από 15.000 στίχους. Το χρησιμοποιούμενο μέτρο είναι το δακτυλικό εξάμετρο. Η Ι. πλέκεται γύρω από ένα επεισόδιο του Τρωικού πολέμου και διαρκεί 52 ημέρες·… …   Dictionary of Greek

  • Ξένος, Στέφανος — (Σμύρνη 1821 – Αθήνα 1894). Έλληνας συγγραφέας. Αξιωματικός του ιππικού στην αρχή, άρχισε ύστερα από μια σοβαρή ασθένειά του, να ταξιδεύει για αναψυχή στην Ελλάδα και στην Κωνσταντινούπολη, όπου το γραφικό περιβάλλον, που ήταν επίσης γεμάτο… …   Dictionary of Greek

  • Γουάξμαν, Φραντς — (Franz Waxman, Γερμανία 1906 – ΗΠΑ 1967). Γερμανός συνθέτης κινηματογραφικής μουσικής. Έπαιζε πιάνο από πολύ μικρός και έτσι οι δικοί του δεν εξεπλάγησαν όταν σε ηλικία δεκαεπτά ετών ο Γ. εγκατέλειψε τη θέση του στην τράπεζα για να φοιτήσει στη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»