-
21 заработный
επ.στην έκφραση: -ая плата ο μισθός οι αποδοχές, η απολαβή. -
22 зарплата
-ы θ.συνθ. λ. μισθός, αποδοχές. -
23 месячный
επ.μηνιαίος, μηνιάτικος•месячный отпуск μηνιαία άδεια•
месячный план μηνιαίο πλάνο•
-ая зарплата οι μηνιάτικες αποδοχές, το μηνιάτικο•
месячный оклад ο μηνιαίος μισθός, το μηνιάτικο•
месячный срок μηνιαία προθεσμία.
-
24 оклад
-а α.1. μισθός, μηνιάτικες αποδοχές, το μηνιάτικο.2. φορολογία, φόρος•подушный оклад φόρος κατ άτομο.
3. περικύκλωση άγριου ζώου.4. μεταλλική περικόσμηση εικόνας.5. παλ. σιλουέτα, περίγραμμα, σκιαγραφία. -
25 получка
-и θ.λήψη, παραλαβή. || αποδοχές, μισθός. || πληρωμή•завтра! будет получка αύριο θα έχει πληρωμή (θα μας πληρώσουν).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από … Dictionary of Greek
αποδοχή — η (AM ἀποδοχή) [αποδέχομαι] 1. το να γίνεται δεκτό κάτι που επιστρέφεται, η παραλαβή 2. η παραδοχή, η συγκατάθεση νεοελλ. στον πληθ. οι αποδοχές το σύνολο της αμοιβής υπαλλήλου (μισθός, επιμίσθιο, επιδόματα) αρχ. 1. η επιδοκιμασία 2. η ευνοϊκή… … Dictionary of Greek
μισθοδοσία — η (Α μισθοδοσία) [μισθοδότης] καταβολή μισθού, πληρωμή (α. «πίνακας μισθοδοσίας» β. «μισθοδοσία τῶν ξένων», Ξεν.) νεοελλ. το σύνολο τών μηνιαίων απολαβών εργαζόμενου προσώπου, απολαβές, μισθός, αποδοχές … Dictionary of Greek
απολαβή — η 1. εισόδημα, κέρδος: Η απολαβή του από τους αγώνες εκείνους ήταν πίκρες και στενοχώριες. 2. στον πληθ., απολαβές αποδοχές, μισθός: Τον τελευταίο καιρό οι απολαβές του είχαν κάπως αυξηθεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)