-
1 ολοφυρομαι
1) печалиться, скорбеть, горевать(Ἕκτορος Hom.)
θυμῷ ὀλοφύρεσθαι Hom. — скорбеть душой, сокрушаться;οἴκτρ΄ ὀλοφυρόμενος Hom. — горько жалующийся2) слезно молить(καί μοι δὸς τέν χεῖρ΄, ὀλοφύρομαι Hom.)
3) беспокоиться, тревожиться(υἷας Ἀχαιῶν Hom.)
4) оплакивать, жалеть(τοὺς τοκέας Thuc.)
См. также в других словарях:
οἴκτρ' — οἰκτρά , οἰκτρός pitiable neut nom/voc/acc pl οἰκτρά̱ , οἰκτρός pitiable fem nom/voc/acc dual οἰκτρά̱ , οἰκτρός pitiable fem nom/voc sg (attic doric aeolic) οἰκτρέ , οἰκτρός pitiable masc voc sg οἰκτραί , οἰκτρός pitiable fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἶκτρ' — οἰκτρά , οἰκτρός pitiable neut nom/voc/acc pl οἰκτρά̱ , οἰκτρός pitiable fem nom/voc/acc dual οἰκτρά̱ , οἰκτρός pitiable fem nom/voc sg (attic doric aeolic) οἰκτρέ , οἰκτρός pitiable masc voc sg οἰκτραί , οἰκτρός pitiable fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικτίρω — (ΑΜ οἰκτίρω και οἰκτείρω, Α και οἰκτειρῶ, έω, αιολ. τ. οικτίρρω) αισθάνομαι οίκτο για κάποιον, λυπάμαι κάποιον, ευσπλαγχνίζομαι, συμπονώ («ἐμὲ δὲ οἰκτίρεις ἐπὶ τῆ πενίᾳ», Ξεν.) νεοελλ. περιφρονώ, καταφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. οἰκτίρω (< *οικτίρ jω … Dictionary of Greek