-
61 ξανθήσι
-
62 ξανθῇσι
-
63 ξανθαίς
-
64 ξανθαῖς
-
65 ξανθαίσι
-
66 ξανθαῖσι
-
67 ξανθαίσιν
-
68 ξανθαῖσιν
-
69 ξανθοίο
-
70 ξανθοῖο
-
71 ξανθοίς
ξανθόςyellow: masc /neut dat plξανθόωdye yellow: pres opt act 2nd sgξανθόωdye yellow: pres subj act 2nd sgξανθόωdye yellow: pres ind act 2nd sg -
72 ξανθοῖς
ξανθόςyellow: masc /neut dat plξανθόωdye yellow: pres opt act 2nd sgξανθόωdye yellow: pres subj act 2nd sgξανθόωdye yellow: pres ind act 2nd sg -
73 ξανθοίσι
ξανθόςyellow: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic)ξανθόωdye yellow: pres part act masc /neut dat pl (doric aeolic)ξανθόωdye yellow: pres subj act 3rd sg (epic)ξανθόωdye yellow: pres ind act 3rd pl (aeolic) -
74 ξανθοῖσι
ξανθόςyellow: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic)ξανθόωdye yellow: pres part act masc /neut dat pl (doric aeolic)ξανθόωdye yellow: pres subj act 3rd sg (epic)ξανθόωdye yellow: pres ind act 3rd pl (aeolic) -
75 ξανθοίσιν
ξανθόςyellow: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic)ξανθόωdye yellow: pres part act masc /neut dat pl (doric aeolic)ξανθόωdye yellow: pres subj act 3rd sg (epic)ξανθόωdye yellow: pres ind act 3rd pl (aeolic) -
76 ξανθοῖσιν
ξανθόςyellow: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic)ξανθόωdye yellow: pres part act masc /neut dat pl (doric aeolic)ξανθόωdye yellow: pres subj act 3rd sg (epic)ξανθόωdye yellow: pres ind act 3rd pl (aeolic) -
77 ξανθοτάτη
-
78 ξανθοτάτῃ
-
79 ξανθοτάτω
-
80 ξανθοτάτῳ
См. также в других словарях:
ξανθός, -ή — και ιά, ό 1. ο κιτρινωπός, ο χρυσοειδής. 2. αυτός που έχει ξανθά μαλλιά, ξανθομάλλης: Με καλεί, έλα και συ, δίπλα στο ξανθό παιδί και κοιμήσου (Βιζυηνός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξανθός — yellow masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ξάνθος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξανθός — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά … Dictionary of Greek
Ξάνθος — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά … Dictionary of Greek
ξάνθος — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά … Dictionary of Greek
Ξάνθος, Εμμανουήλ — (Πάτμος 1772 – Αθήνα 1852). Ένας από τους τρεις ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας. Μετά τις μέτριες μάλλον σπουδές του στο σχολείο της πατρίδας του ξενιτεύτηκε στην Τεργέστη, όπου εργάστηκε ως υπάλληλος σε κάποια εμπορική επιχείρηση. Το 1810… … Dictionary of Greek
Ξάνθος, Μάρκος — (; – Κάρυστος 1932). Καραγκιοζοπαίχτης από την Κρήτη. Μαθητής ενός άλλου διάσημου καραγκιοζοπαίχτη, του Μόλλα, έδινε παραστάσεις πολλά χρόνια στη συνοικία της Δεξαμενής στην Αθήνα, καθώς και σε περιοδίες στην ύπαιθρο. Τύπωσε περισσότερα από… … Dictionary of Greek
ξανθά — ξανθός yellow neut nom/voc/acc pl ξανθά̱ , ξανθός yellow fem nom/voc/acc dual ξανθά̱ , ξανθός yellow fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξανθότερον — ξανθός yellow adverbial comp ξανθός yellow masc acc comp sg ξανθός yellow neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξανθαίνω — [ξανθός] 1. δίνω σε κάτι ξανθό χρώμα, μεταβάλλω κάτι σε ξανθό 2. τηγανίζω ή ψήνω κάτι ώσπου να πάρει ξανθό χρώμα 3. (αμτβ.) γίνομαι ξανθός, παίρνω ξανθό χρώμα … Dictionary of Greek