Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ξυρῶ

  • 1 Shave

    v. trans.
    P. and V. ξυρεῖν.
    Cut the hair: P. κείρειν.
    Cut off one's own hair: P. and V. κείρεσθαι, Ar. and P. ποκείρεσθαι.
    Shaved: V. ξυρήκης, Ar. and V. κεκαρμένος.
    With head shaved: V. κρᾶτʼ ἀπεσκυθισμένη (Eur., Tro. 1026).
    ( You see) my head and hair shaved with the razor: (ὁρᾶς) κρᾶτα πλόκαμόν τʼ ἐσκυθισμένον ξυρῷ (Eur., El. 241).
    Wont you look ridiculous with only one-half of your face shaved? Ar. οὔκουν καταγέλαστος δῆτʼ ἔσει τὴν ἡμίκραιραν τὴν ἑτέραν ψιλὴν ἔχων; (Thesm. 226).
    Shave off: Ar. ποξυρεῖν.
    Graze, touch: P. and V. ἅπτεσθαι (gen.),
    Always just shaving past in their ships: P. ἐν χρῷ ἀεὶ παραπλέοντες (Thuc. 2, 84).
    Have narrow shave: see narrow escape, under Narrow.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Shave

См. также в других словарях:

  • ξυρώ — ξυρῶ, έω και άω (Α) [ξυρόν] 1. αφαιρώ τις τρίχες με ξυράφι, ξυρίζω (α. «ξηρᾱν τὰ γένεια τῶν Μακεδόνων», Πλούτ. β. «σὺ δ εὐπρόσωπος, λευκὸς ἐξυρημένος», Αριστοφ.) 2. μέσ. ξυρῶμαι, άομαι ξυρίζω τον εαυτό μου, ξυρίζομαι 3. παροιμ. α) «ξυρεῑ γὰρ ἐν… …   Dictionary of Greek

  • ξύρω — (ΑΜ) [ξυρόν] ξυρίζω («ξυρόμενος τῆς κεφαλῆς τὸ ἥμισυ», Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

  • ξυρῶ — ξυράω shave pres imperat mp 2nd sg ξυράω shave pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ξυράω shave pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ξυράω shave pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) ξυράω shave pres ind act 1st sg (attic epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυρῷ — ξυράω shave pres opt act 3rd sg ξυρέω shave pres opt act 3rd sg ξυρόν razor neut dat sg ξυρός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυρῶι — ξυρῷ , ξυράω shave pres opt act 3rd sg ξυρῷ , ξυρέω shave pres opt act 3rd sg ξυρῷ , ξυρόν razor neut dat sg ξυρῷ , ξυρός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • бритвьникъ — БРИТВЬНИК|Ъ (2*), А с. То же, что бритва: нова˫а же Долиидо Ѥоудокси˫а, въ борзѣ бритвьникомь прелестьнымь бритвивши, проклѩтиѥ собѣ изиска и зависть поистинѣ (τῷ ξυρῷ) ГА XIII XIV, 254в; бритвьникъ ноужею изострiти и пострищи тѣмь главоу (ξίφος) …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αναξυρίς — (I) ἀναξυρίς ( ίδος), η (AM) (συνήθως στον πληθυντικό) αἱ ἀναξυρίδες στενή περισκελίδα μέχρι τους αστραγάλους, που τή χρησιμοποιούσαν ανατολικοί λαοί (Σκύθες κ.ά). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας κατά τον Ευστάθιο, η λ. παράγεται από το ἀνασύρομαι… …   Dictionary of Greek

  • αποξυρώ — ἀποξυρῶ ( άω, έω) κ. ξύρω (Α) ξυρίζω εντελώς …   Dictionary of Greek

  • επιξυρώ — ἐπιξυρῶ, άω (Α) [ξυρώ] ξυρίζω, κουρεύω …   Dictionary of Greek

  • ημιξύρητος — ἡμιξύρητος, ον (Α) εν μέρει, κακώς, ατελώς ξυρισμένος, μισοξυρισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ξυρητός (< ξυρώ «ξυρίζω»)] …   Dictionary of Greek

  • κατάξυρος — κατάξυρος, ον (Α) φρ. «κατάξυροι θυρίδες» τα ανοίγματα τών επάλξεων, οι πολεμίστρες. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παρ. τού ρ. κατα ξυρώ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»