-
1 ξυλίνη
η см. ξύλημα -
2 ασπις
1) щит(βοείη Hom.; κυκλοτερής Her.; ξυλίνη Xen.; διάχρυσος Plut.)
παρ΄ ἀσπίδα Xen. — с левой стороны, слева и ἐπ΄ ἀσπίδα Xen. влево, налево (т.к. щит держали в левой руке), ἐξ ἀσπίδος Polyb. слева направо2) шеренга, рядἐπ΄ ἀσπίδας или ἐπ΄ ἀσπίδων πέντε (παρα)τεταγμένοι Thuc. — выстроенные в пять шеренг
3) тяжеловооруженное войско, гоплиты(ὀκτακισχιλίη ἀ. Her.; μυρία ἀ. Xen.)
4) воин, солдат(τοσαύτας ἀσπίδας ἀντιτάξαι Plut.)
5) сражение, битва(εἰς ἀσπίδα ἥξειν и παρ΄ ἀσπίδα στῆναι Eur.)
6) перен. щит, защита(οὗτος ἡμῖν ἀ. οὐ σμικρά Aesch.)
7) зоол. аспид (Coluber aspis, Coluber haye или Naia haye) Her., Arst., Men., Plut. -
3 ξυλινος
-
4 χελωνη
ἥ1) черепаха HH., Her., Soph., Arph., Arst., Plut., Luc.2) лира Plut.3) воен. «черепаха» (лат. testudo), подвижный защитный навес(χ. ξυλίνη Xen.)
χ. χωστρίς Polyb. — навес для защиты подкопных работ;χ. κριοφόρος Diod. — защитный навес с тараном - см. тж. χέλυς
См. также в других словарях:
ξυλίνη — η 1. ζωολ. γένος βλαβερών λεπιδόπτερων εντόμων τής οικογένειας noctuidae, που προσβάλλουν κυρίως τα αμπέλια 2. βοτ. παλαιότερος όρος για το ξύλωμα … Dictionary of Greek
ξυλίνη — ξύλινος of wood fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλίνῃ — ξύλινος of wood fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιγνίνη ή ξυλίνη — Πολύπλοκη πολυμερής ένωση, που αποτελεί ένα από τα κυριότερα συστατικά του ξύλου (25 35%) μετά την κυτταρίνη. Η χημική της σύσταση δεν έχει τελείως καθοριστεί, έχει βρεθεί όμως ότι το μόριό της αποτελείται από τα προϊόντα πολυμερισμού τριών… … Dictionary of Greek
ξυλίνηι — ξυλίνῃ , ξύλινος of wood fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
ξυλοποικιλτική — Είναι η εργασία κατά την οποία επικολούνται σε ξύλινη βάση, λεπτές πλάκες από ξύλο, ή από μέταλλο ή άλλη ύλη σε διάφορα χρώματα με τα οποία σχηματίζονται ορισμένα σχέδια. Η ξ. τέχνη εμφανίστηκε πρώτα κατά τον Μεσαίωνα. Αρχικά περιορίζονταν στην… … Dictionary of Greek
σφυρί — Εργαλείο κατάλληλο για βίαια ή ελαφρά χτυπήματα κατευθείαν στο υλικό ή και σε άλλο εργαλείο (κοπίδι, ζουμπάς κλπ.). Αποτελείται από μια μάζα (κεφαλή) χάλυβα, μόλυβδου, ορείχαλκου, ή άλλου μετάλλου, η οποία έχει στη μέση μια τρύπα για να… … Dictionary of Greek
Ελ Σαλβαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ελ Σαλβαδόρ Έκταση: 21.041 τ. χλμ Πληθυσμός: 6.178.700 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Σαν Σαλβαδόρ (504.000 κάτ. το 2003)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γουατεμάλα και στα Α με την Ονδούρα, ενώ στα… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek