Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ξοφλώ

  • 1 выплатить

    выплатить, выплачивать πληρώνω (ε) ξοφλώ (долг)
    * * *
    = выплачивать
    πληρώνω; (ε)ξοφλώ ( долг)

    Русско-греческий словарь > выплатить

  • 2 долг

    -а (-у), προθτ. о долге, в долгу, πλθ. долги.
    1. καθήκον, χρέος, υποχρέωση•

    перед родиной το καθήκον προς την πατρίδα•

    чувство -а συναίσθηση του καθήκοντος•

    долг исполнить свой долг κάνω το καθήκον μου•

    считаю своим -ом θεωρώ καθήκον μου•

    нарушить свой -παραμελώ το καθήκον μου•

    защита отечества священный долг η υπεράσπιση της πατρίδας είναι ιερό καθήκον•

    человек -а άνθρωπος του καθήκοντος•

    по -у службы εκτελώντας το υπηρεσιακό καθήκον.

    2. οφειλή, χρέος•

    отдать долг δίνω πίσω το χρέος•

    получать долг παίρνω το χρέος•

    брать в -у χρεώνομαι, δανείζομαι•

    погашать -ξοφλώ το χρέος•

    сделать долг χρεώνομαι•

    неотложные -и μικρά χρέη άμεσης εξόφλησης•

    уплатить -и ή разделаться с -ами ξοφλώ τα χρέη.

    εκφρ.
    первым -ом – στην πρώτη σειρά, πριν απ' όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτο καθήκον•
    в -у – δανεικά• (быть) в -у у кого ή перед кем έχω υποχρέωση, είμαι υποχρεωμένος ίσε κάποιονί•
    войти ή влезть, залезть в -и – μπαίνω σε χρέη, χρεώνομαι•
    жить в долг – ζω με δανεικά•
    не ос-тоться в -у – θα το ξεπλερώσω, ό,τι μου έκανε θα του κάνω, θα πάθει•
    в -ах по уши ή по горло – είμαι χρεωμένος ως τ' αυτιά, ως τό λαιμό, είμαι πνιγμένος στά χρέη•
    отдать последний долг – πηγαίνω στην κηδεία, αποχαιρετώ το νεκρό, δίνω τον τελευταίο ασπασμό.

    Большой русско-греческий словарь > долг

  • 3 платить

    плачу, платишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. плаченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.δ.
    1. πληρώνω• εξοφλώ•

    платить в кассу πληρώνω στο ταμείο•

    платить за труд πληρώνω για τι δουλειά•

    натурой πληρώνω σε είδος•

    платить наличными πληρώνω σε μετρητά•

    платить за покупки πληρώνω για ψώνια•

    платить дополнительно πληρώνω συμπληρωματικά.

    || επιμετρώ• προσπληρώνω•

    платить золотом πληρώνω σε χρυσό•

    платить векселем πληρώνω με γραμμάτιο•

    платить долги πληρώνω (ξοφλώ) τα χρέη•

    налог πληρώνω φόρο•

    платить заимодавцу πληρώνω στο δανειστή.

    2. μτφ. ανταποδϊ,νω• ανταμείβω•

    платить неблагодарностью δείχνω αχαριστία, αγνωμοσύνη•

    платить за чужие удовольствия πληρώνω ξένα έξοδα ή τα σπασμένα άλλου•

    платить чистоганом πληρώνω σε μετρητά•

    платить за добро злом πληρώνω για το καλό με κακό•

    платить за зло добром πληρώ-το κακό με το καλό;•

    за добро добром -ят το καλό με καλό το πληρώνουν, αγαθόν αντί αγαθού, καλόν αντί καλού.

    εκφρ.
    платить той же монетой – πληρώνω με το ίδιο νόμισμα (ανταποδίνω τα ίδια, τα ίσα).
    1. πληρώνομαι•

    налоги -ятся в рассрочку οι φόροι πληρώνονται με δόσεις.

    2. μτφ. υφίσταμαι τις συνέπειες•

    -здоровьем за неосторожность πληρώνω με την υγεία την απροσεξία (απερισκεψία).

    Большой русско-греческий словарь > платить

  • 4 расправиться

    -влюсь, -вишься
    ρ.σ.
    1. ξοφλώ, διακανονίζω τους λογαριασμούς, ξεμπερδεύω, ξεκάνω, εξοντώνω• θανατώνω.
    2. μτφ. τρώγω εντελώς, το καταφέρω (για πολύ φαγητό).

    Большой русско-греческий словарь > расправиться

  • 5 рассчитать

    -аю, -аешъ, παθ. μτχ. παρλθ. рассчитанный, βρ: -тан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. υπολογίζω, λογαριάζω•

    -ай, сколько выйдет на каждого λογάριασε, πόσο πέφτει στον καθένα•

    рассчитать стоимость товара λογαριάζω την αξία του εμπορεύματος•

    всё было -о όλα υπολογίστηκαν.

    || προορίζω•

    книга -а для детей το βιβλίο είναι για παιδιά.

    2. εξοφλώ (τον απολυόμενο)•

    рассчитать рабочего εξοφλώ τον εργάτη.

    3. αριθμώ κατά τη (γυμναστική) σύνταξη.
    1. ξεπλερώ-νω, εξοφλώ•

    рассчитать с долгами ξοφλώ με τα χρέη.

    2. απολύομαι, εξοφλώ οικονομικά με τον εργοδότη.
    3. μτφ. ανταποδίδω, εκδικούμαι, ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς.
    4. αριθμώ, μετρώ (κατά τη σύνταξη)•

    рассчитать по порядку номеров μετρώ κατ αύξοντα αριθμό.

    Большой русско-греческий словарь > рассчитать

См. также в других словарях:

  • ξοφλώ — άω βλ. εξοφλώ …   Dictionary of Greek

  • (ε)ξοφλώ — (ε)ξόφλησα, (ε)ξοφλήθηκα, (ε)ξοφλημένος 1. μτβ., πληρώνω ποσό που χρωστώ, πληρώνω το χρέος μου. 2. πληρώνω ό,τι οφείλω σε κάποιον και ξεμπερδεύω μαζί του: Εξόφλησα τον μπακάλη. 3. μτφ., εκπληρώνω υποχρέωση που ανέλαβα ή υπόσχεση που έδωσα: Δεν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξοφλώ — και ξοφλώ, άω και έω (Μ ἐξοφλῶ, έω) 1. πληρώνω χρέος, αποδίδω ποσό που οφείλω σε κάποιον («εξοφλώ τα χρέη μου», «να εξοφλήσετε τον λογαριασμό») 2. ανταποδίδω υπηρεσία, εξυπηρέτηση κ.λπ. 3. αποφυλακίζω, απελευθερώνω νεοελλ. 1. διακόπτω τις… …   Dictionary of Greek

  • ξόφλημα — το [ξοφλώ] 1. εξόφληση 2. μτφ. παρακμή …   Dictionary of Greek

  • ξόφληση — η [ξοφλώ] εξόφληση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»