-
1 ξουθόπτερος
ξουθόπτεροςwith nimble: masc /fem nom sg -
2 ξουθόπτερος
ξουθόπτερος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ξουθόπτερος
-
3 ξουθοπτέρου
ξουθόπτεροςwith nimble: masc /fem /neut gen sg -
4 ξουθόπτεροι
ξουθόπτεροςwith nimble: masc /fem nom /voc pl -
5 ξουθός
A rapidly moving to and fro, nimble, φεύγετε τῆς ξουθῆς δειλότεροι κεμάδος Herodic. ap. Ath.5.222a ; κόμαι.. ξουθοῖσιν ἀνέμοις ἐνετρύφων φορούμεναι in the rustling breezes, Chaerem.1.7 ;ξ. ἀλκυόνες AP9.333
(Mnasalc.) ; ξ. πτέρυγες rustling, whirring wings of the Dioscuri, h.Hom.33.13 ; whirring or steadily-beating wings of the eagle, B.5.17 ; ξουθᾶν ἐκ πτερύγων ἁδὺ κρέκουσα μέλος, of the cricket, AP7.192 (Mnasalc.).2 chirruping or trilling larynx of the nightingale,ἐλθὲ διὰ ξουθᾶν γενύων ἐλελιζομένα θρήνοις ἐμοῖς ξυνεργός E.Hel.
IIII (lyr.) ; (anap.) ; δι' ἐμῆς γένυος ξουθῆς μελέων Πανὶ νόμους ἱεροὺς ἀναφαίνω ib. 744 (lyr.) ; of the nightingale itself, trilling,οἷά τις ξουθὰ.. Ἴτυν Ἴτυν στένουσ'.. ἀηδών A.Ag. 1142
(lyr.) ;ὦ φίλη, ὦ ξουθή, ὦ φίλτατον ὀρνέων πάντων Ar.Av. 676
(lyr.), cf. Theoc.Ep.4.11 ; of song-birds in general,ξ. λιγύφωνα ὄρνεα Lyr.Alex.Adesp.7.1
; ξ. χελιδών twittering swallow, Babr.118.1.3 of the bee, either nimble, or humming (cf. ξουθόπτερος), S.Fr.398.5, E.IT 165 (anap.), 635, Pl.Epigr.32.6, Antiph.52.7, Theoc.7.142, AP9.226.1 (Zon.), v.l. in APl.4.305.3 (Antip.).4 of the sound produced by a trilling larynx or vibrating wing, ξουθὸν μέλος (of a song-bird) chirruping note, Opp.H.4.123 ; οὔρεσι καὶ σκιεραῖς ξουθὰ λαλεῦντα νάπαις, of the τέττιξ, AP9.373.4.II golden yellow,ξουθῶν τε σπονδὰς μελιτῶν Emp.128.7
(ap.Porph.Abst.2.21 ; ξανθῶν ap.Ath.12.510d) ; ξουθὸς μὲν πρόπαν εἶδος, of a species of wolf, Opp.C.3.297 ( ξανθὸς one cod.) ; but ξουθὸν ἀπ' ἀνέρος αἷμα πάσασθαι red blood, Opp.H.2.452 (v.l. ξανθὸν ὑπ').
См. также в других словарях:
ξουθόπτερος — ξουθόπτερος, ον (Α) αυτός που έχει πυρρόξανθα, κιτρινωπά φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξουθός + πτερος (< πτερόν)] … Dictionary of Greek
ξουθόπτερος — with nimble masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξουθοπτέρου — ξουθόπτερος with nimble masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξουθόπτεροι — ξουθόπτερος with nimble masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek