-
1 Tawny
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Tawny
-
2 Yellow
subs.Yellow colour: P. χρῶμα ξανθόν (Plat.).——————adj.Of sand: V. χλωρός (Soph., Aj. 1064).Golden: see Golden.Yellow-haired: P. and V. ξανθός.Yellow-winged: V. ξουθόπτερος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Yellow
См. также в других словарях:
ξουθόπτερος — ξουθόπτερος, ον (Α) αυτός που έχει πυρρόξανθα, κιτρινωπά φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξουθός + πτερος (< πτερόν)] … Dictionary of Greek
ξουθόπτερος — with nimble masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξουθοπτέρου — ξουθόπτερος with nimble masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξουθόπτεροι — ξουθόπτερος with nimble masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek