-
1 ξόος
-
2 τετρά-ξοος
τετρά-ξοος, vierspaltig, δένδρα, Bäume, deren Holz zur Verarbeitung viermal gespalten werden muß, Theophr.
-
3 τῡρό-ξοος
τῡρό-ξοος, Käse schabend, Schol. Il. 11, 639.
-
4 κερατο-ξόος
κερατο-ξόος, = κεραοξόος; Nonn. D. 3, 76 τέχνη.
-
5 κεραο-ξόος
κεραο-ξόος, Horn glättend, schnitzend, zu Bogen u. andern Geräthen verarbeitend; τέκτων, Hornarbeiter, Drechsler, Il. 4, 110; Simm. gramm. 1 (VI, 113).
-
6 εὔ-ξοος
εὔ-ξοος, ep. ἐΰξοος, = εὔξεστος; ἅρμα Il. 2, 390; δίφρος Od. 4, 590; τράπεζα Il. 11, 628; τόξον 1, 105; ζυγόν 13, 706; δουροδόκη Od. 1, 128; von Metallarbeit, σκέπαρνον, die wohlgeglättete, wohlgeschliffene oder wohlbehauene, 5, 237; auch contr. ἐΰξου δουρός, Il. 10, 373. – Auch = leicht zu glätten, εὐξοώτερος, Theophr.
-
7 δορυ-ξόος
-
8 δορατο-ξόος
δορατο-ξόος, = δορυξόος, Nic. Th. 170.
-
9 δί-ξοος
-
10 μονό-ξοος
-
11 λιθο-ξόος
-
12 λᾱ-ξόος
-
13 λᾱο-ξόος
λᾱο-ξόος, Steine glättend, behauend, Ep. ad. (App. 305) u. a. Sp.
-
14 ἀντί-ξοος
-
15 ἀμφί-ξοος
-
16 ἄ-ξοος
-
17 ἀμφίξοος
-
18 ἀντίξοος
ἀντί-ξοος, eigtl. entgegengehobelt, so daß es in einander paßt; feindlich entgegengekehrt, zuwider -
19 ἄξοος
ἄ-ξοος, nicht geglättet, unpoliert -
20 δίξοος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ξοός — ξοός, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ξυσμός, ὁλκός». [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ξο τού ξέω*. Η λ. εμφανίζεται συχνά και σε σύνθετα με προθέσεις (πρβλ. ἀμφί ξοος, ἀντί ξοος), επιρρήματα (πρβλ. εὔ ξοος) και, κυρίως, ουσιαστικά (οπότε το β συνθετικό … Dictionary of Greek
ξοός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάξοος — λάξοος, ὁ (Α) αυτός που έχει λαξευθεί σε πέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λά ξοος < λᾶας (με συναίρεση τών δύο α σε ένα) + ξοος (< ξόος < ξέω), πρβλ. αμφί ξοος, μονό ξοος. Η προπαροξυτονία είναι δηλωτική παθητικής σημ.] … Dictionary of Greek
κεραοξόος — κεραοξόος, ον (Α) 1. αυτός που ξύνει και κατεργάζεται κέρατα 2. αυτός που κατασκευάζει τόξα από κέρατα («τὰ μὲν ἀσκήσας κεροοξόος ἤραρε τέκτων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραός + ξόος (< ξόος < ξέω), πρβλ. λα ξόος, λιθο ξόος] … Dictionary of Greek
κερατοξόος — κερατοξόος, ον (Α) κεραοξόος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + ξοος (< ξόος < ξέω), πρβλ. λαο ξόος, λιθο ξόος] … Dictionary of Greek
λαοξόος — και λαξόος και λααξός και λαξός, ὁ (Α) λιθοξόος, γλύπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας «λίθος», γεν. λᾶος + ξόος (< ξέω), πρβλ. δορυ ξόος, λιθο ξόος. Ο τ. λαξόος < *λααξόος με συναίρεση. Ο τ. λααξός < λᾶας + ξόος με συναίρεση τών δύο ο και ο τ.… … Dictionary of Greek
λιθοξόος — ο (AM λιθοξόος) ο τεχνίτης που λαξεύει λίθους και, κυρίως, μάρμαρα αρχ. γλύπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + ξόος (< ξόος < ξέω), πρβλ. κεραο ξόος, λαο ξόος] … Dictionary of Greek
τετράξοος — ον, Α αυτός που έχει τέσσερεις εντομές, ο σχισμένος στα τέσσερα («ἐλάται καὶ πεῡκαι τετράξοοι» έλατα και πεύκα τών οποίων το ξύλο πρέπει να σχιστεί τέσσερεις φορές για να είναι δυνατή η κατεργασία τους, Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ξοος… … Dictionary of Greek
μονόξοος — μονόξοος, ον (Α) (για δέντρα) αυτός που έχει μία μόνο κτηδόνα*, δηλ. έναν μόνο κύκλο στην τομή τού κορμού του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ξοος (< ξέω «ξύνω»), πρβλ. λιθο ξόος] … Dictionary of Greek
ολκοξόος — ο εργαλείο που χρησιμοποιείται για την κατασκευή ολκών, δηλαδή αυλάκων, γλυφών ή εντομών σε μεταλλικά τεμάχια ή σε ξύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολκή + ξόος (< ξέω), πρβλ. λιθο ξόος. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
τυροξόος — ον Α (για πρόσ.) αυτός που ξύνει, που τρίβει τυρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + ξόος (< ξέω), πρβλ. λιθο ξόος] … Dictionary of Greek