-
1 кислый
-
2 кислый
ки́сл||ыйприл1. ξινός:\кислыйая капу́ста τό λάχανο τουρσί· \кислыйые щи ἡ σούπα μέ λάχανο τουρσί·2. (прокисший) ξινισμένος, ξινός:\кислыйое молоко τό γιαούρτι, τό ξινόγαλα·3. хим. ὀξύς·4. перен Разг. ἄκεφος:\кислыйое лицо τά ξινισμένα μοῦτρα. -
3 кислый
1. (имеющий своеобразный острый вкус) ξινός, οξύς 2. хим. (содержащий кислоту) όξινος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кислый
-
4 прокисание
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прокисание
-
5 киснуть
киснутьнесов1. ξινίζω, γίνομαι ξινός· 2· перен разг χάνω τό κέφι μου. -
6 кислый
[κίσλυΐ] εκ. ξινός -
7 кислый
[κίσλυϊ] επ ξινός -
8 квасный
επ. (διαλκ.) ζυμωμένος, ξινισμένος, ξινός. -
9 квашеный
επ.ξινός•-ая капуста ξινδ νραμβολάχανο•
-ое молоко ξινδγαλο.
-
10 кислый
επ.1. ξινός•-ые яблоки ξινά μήλα•
-ое вино ξινό κρασί•
-ое тесто ξινισμένο ζυμάρι•
-ая капуста λάχανο τουρσί•
-ое молоко το γιαούρτι.
2. μτφ. δυσαρεστημένος, ξινισμένος• δύσθυμος, κατσουφισμένος•-ое лицо κατσουφιασμένο πρόσωπο.
εκφρ.-ые воды (источники, ключи) – νερά που περιέχουν ανθρακικό οξύ•- ая соль – αλάτι ξινό•- ые щи – α) σούπα με λάχανο τουρσί, β) παλ. ξινό ποτό. -
11 острый
επ., βρ: остр κ. остр, остра, остро.1. αιχμηρός, οξύς, οξύληκτος, μυτερός, σουβλερός κοφτερός, οξύστομος•-ая игла το μυτερό βελόνι•
-ое копь αιχμηρό ακόντιο•
-меч αιχμηρό ξίφος•
острый нож κοφτερό ή αιχμηρό μαχαίρι.
2. ωοειδής•-ое лицо ωοειδές πρόσωπο.
3. μτφ. ισχυρός, έντονος, οξύς•-ое зрение οξεία όραση, οξυωπία•
-ое обояние οξεία όσφρηση•
острый слух οξεία ακοή•
острый ум οξύνοια, ακονισμένο μυαλό.
4. αψύς, δριμύς, τσουχτερός, πικάντικος•острый запах δριμεία οσμή.
|| στυφός•-ая айва στυφό κιδώνι.
5. αρμυρός, ξινός•-ые блюда αρμυρά ή ξινά φαγητά.
|| καυτερός, τσουχτερός•острый перец καυτερό πιπέρι•
-ая горчица καυτερό σινάπι ή μουστάρδα.
6. μτφ. δηκτικός, τσουχτερός•-ое словцо δηκτική λέξη•
у него острый язык ή он остр на язык αυτός έχει φαρμακερή γλώσσα.
7. δυνατός, ισχυρός, σφοδρός, μεγάλος -οβ•желание μεγάλη επιθυμία, μεγάλος πόθος καημός•
-ая тоска μεγάλη θλίψη.
8. (για ασθένειες) οξύς•острый аппендицит οξεία σκωληκοειδίτιδα•
-ая форма ревматизма οξεία μορφή ρευματισμού.
9. μτφ. επίμαχος•острый вопрос επίμαχο ζήτημα.
|| οξυμένος οξύς κρίσιμος•-ое положение οξυμένη κατάσταση•
острый кризис οξεία κρίση•
момент κρίσιμη στιγμή.
ουσ. θ. -ая η οξεία (τόνος λέξεων).εκφρ.острый угол – οξεία γων ία. -
12 перекиснуть
-нет, παρλθ. χρ. перекис, -ла, -лоρ.σ. παραξινίζω, γίνομαι πολύ ξινός; -
13 уксусный
επ.ξινός, όξινος, του ξιδιού. уксусный залах η μυρουδιά του ξιδιού•-ое производство η παραγωγή ξιδιού.
εκφρ.- ое дерево – ο ρους, το ρούδι, το χρυσόξυλο, σουμάκι, η βυρσιά•- ая кислота – το οξεικόν οξύ•- ая эс-сенсия – καθαρό οξεικόν οξύ.
См. также в других словарях:
ξινός — Οικισμός (6 κάτ., υψόμ. 10), στην επαρχία Μεσσήνης του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Μεσσήνης. * * * ή, ό 1. αυτός που έχει όξινη γεύση, τη γεύση υγρών που περιέχουν οξικό οξύ 2. (για εδώδιμα και ποτά) αυτός που έχει υποστεί… … Dictionary of Greek
ξινός — ή, ό 1. αυτός που έχει ξινή γεύση. 2. για φρούτα, ο άγουρος. 3. μτφ., δυσάρεστη έκβαση ευχάριστου γεγονότος: Μου βγήκε ξινό το γέλιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξινίζω — [ξινός] 1. (ιδίως για εδώδιμα και για κρασί) καθιστώ κάτι ξινό, προσδίδω σε κάτι ξινή γεύση, αλλοιώνω (α. «η ζέστη ξινίζει τα φαγητά» β. «το σάπιο βαρέλι μού ξίνισε το κρασί») 2. αποκτώ ξινή γεύση ως αποτέλεσμα τής αλλοίωσης που υφίσταμαι,… … Dictionary of Greek
ξινούτσικος — η, ο 1. (υποκορ. τού ξινός) υπόξινος, λίγο ξινός, κάπως ξινός 2. μτφ. αυτός που είναι κάπως ακριβός («αυτό το φόρεμα είναι ωραίο, αλλά ξινούτσικο») … Dictionary of Greek
αλαφρόξινος — η, ο ο ελαφρά ξινός, ξινούτσικος, υπόξινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + ξινός] … Dictionary of Greek
Συρακούσες — Όνομα δύο πόλεων, μια στην Ευρώπη και η άλλη στην Αμερική. 1. Πόλη της Σικελίας (ιταλ. Siracusa), πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.109 τ. χλμ., με 125.445 κατ.). Έδρα σημαντικών βιομηχανιών μεταλλουργίας, χημικών προϊόντων, τροφίμων και… … Dictionary of Greek
αγλευκής — ἀγλευκής, ές (Α) [γλεῡκος] ο μη γλυκός, ο ξινός … Dictionary of Greek
αδρίζω — [αδρός] 1. γίνομαι τραχύς, σκληραίνομαι, σκληραίνω 2. γίνομαι ξινός, ξινίζω … Dictionary of Greek
επωκής — ἐπωκής, ές (Α) ο κάπως ξινός («φακῆ ἑφθὴ ἐπωκεστέρη τῷ ὄξει», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ωκής (< ηκή «οξύτητα, αιχμηρότητα»), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας ηκ ] … Dictionary of Greek
λωρόν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πικρόν». [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lōrum «ξινός οίνος»] … Dictionary of Greek
μηλίτης — Αλκοολούχο ποτό που παρασκευάζεται με ζύμωση χυμού μήλων, αλλά και άλλων φρούτων, όπως τα αχλάδια. Ο χυμός εξάγεται από τα μήλα ή τα άλλα φρούτα, με πίεση είναι μέτρια οινοπνευματούχος, ελαφρά ξινός στη γεύση, μπορεί ωστόσο να έχει ποικίλα και… … Dictionary of Greek