-
21 ξεστήσ'
-
22 ξεστῇσ'
-
23 ξεστήσι
-
24 ξεστῇσι
-
25 ξεστήσιν
-
26 ξεστῇσιν
-
27 ξεσταίς
-
28 ξεσταῖς
-
29 ξεστοίο
-
30 ξεστοῖο
-
31 ξεστοίς
-
32 ξεστοῖς
-
33 ξεστοίσι
-
34 ξεστοῖσι
-
35 ξεστοίσιν
-
36 ξεστοῖσιν
-
37 ξεστού
-
38 ξεστοῦ
-
39 ξεστώ
-
40 ξεστῷ
См. также в других словарях:
ξεστός — hewn masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεστός — ή, ό (Α ξεστός, ή, όν) (συν. για ξύλο ή για ξύλινα αντικείμενα) 1. αυτός που έχει καταστεί λείος, στιλπνός ύστερα από ξύσιμο 2. σκαλιστός, κατασκευασμένος με ξέση, με σκάλισμα, σκαλισμένος («ξεστὸς ἵππος» ο δούρειος ίππος, Ομ. Οδ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
ξεστά — ξεστός hewn neut nom/voc/acc pl ξεστά̱ , ξεστός hewn fem nom/voc/acc dual ξεστά̱ , ξεστός hewn fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεστόν — ξεστός hewn masc acc sg ξεστός hewn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεσταῖς — ξεστός hewn fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεσταί — ξεστός hewn fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεστοῖο — ξεστός hewn masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεστοῖς — ξεστός hewn masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεστοῖσι — ξεστός hewn masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεστοῖσιν — ξεστός hewn masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεστοί — ξεστός hewn masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)