-
61 ξεστοῦ
-
62 ξεστώ
-
63 ξεστῷ
-
64 ξεστώι
-
65 ξεστῶι
-
66 ξεστάν
ξεστά̱ν, ξεστόςhewn: fem acc sg (doric aeolic) -
67 ξεστάς
ξεστά̱ς, ξεστόςhewn: fem acc pl -
68 скоблёный
επ.ξυστός, ξεστός, ξυσμένος. -
69 αὐτόξεστος
αὐτό-ξεστος, ον,A = αὐτοσχέδιος, Anon.in Rh.186.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόξεστος
-
70 λόχος
I ambush, i.e.1 place for lying in wait,εἰγὰρ νῦν παρὰ νηυσὶ λεγοίμεθα πάντες ἄριστοι ἐς λ. Il.13.277
;ἐκ λ. ἀμπήδησε 11.379
; κοῖλος λ., of the wooden horse, Od.4.277, 8.515;ξεστὸς λ. E. Tr. 534
(lyr.);ὠδίνων λ. Lyc.342
; ξύλινος λ., of the enemy's ships, Orac. ap.Hdt.3.57.2 ambuscade, ἐσίζεσθαι λόχον ἀνδρῶν take up one's post in ambush, Il.13.285; λόχον εἷσαι place an ambush, 4.392, Od.4.531;εἷσε δέ μιν κρύψασα λόχῳ Hes.Th. 174
;λόχον ἀρτύνειν Od.14.469
;λόχονδ' ἰέναι Il.1.227
;ὁπότε κρίνοιμι λόχονδε ἄνδρας ἀριστῆας Od.14.217
;φύτευέ οἱ θάνατον ἐκ λόχου Pi.N.4.60
; (lyr.);τὸν εὔαγρον τελειῶσαὶ λ. Id.OC 1089
(lyr.). b. c. gen. objecti, λόχος θείοιο γέροντος the way to ambush him, Od.4.395.b any armed band, body of troops (of foot, rarely of horse, Arr.Alan.20), Od.20.49; also in Trag., A.Th.56, 460, S.OC 1371, etc.: metaph.,παρθένων ἱκέσιος λ. A.Th. 111
(lyr.); θαυμαστὸς λ. γυναικῶν, of the Furies, Id.Eu.46, cf. 1026;ἐλάφων κεραὸς λ. AP9.244
(Apollonid.);ἐμῶν προγόνων λ. OGI383.48
(Nemrud Dagh, i B.C.).c in historical writers, mostly, a company, reckoned at 24 men in X.Cyr.6.3.21, but at 100 in Id.An.3.4.21, 4.8.15; in the Spartan army, the fourth or fifth part of a μόρα (q.v.), Hdt.9.53,57, cf. Th.5.68, Arist.Fr. 541, etc.;ὁ Πιτανάτης λ. Th.1.20
; ὁ ἱερὸς λ. the sacred company at Thebes, Din.1.73, Plu.Pel.18; also at Carthage, D.S.16.80, 20.10; later λ., = 16 men, Ascl.Tact.2.7, Ael.Tact.4.3, Arr.Tact.5.5; but of light-armed, 8 men, Ascl.l.c., Arr.Tact.14.2.d any body of people united for civil purposes, X.Hier.9.5, Arist. Pol. 1309a12; αἱ ἐν λόχοις συντέλειαι (where λόχοι seems to represent συμμορίαι) Catal. ap. D.18.106. -
71 νεόξεστος
νεό-ξεστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεόξεστος
-
72 πολύξεστος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύξεστος
-
73 τύμβος
τύμβος, ὁ,A sepulchral mound, cairn, barrow, , cf. Il.2.604, 793, Hdt.1.45, etc.; τύμβον χεῦαι (cf. τυμβοχοέω) Od.4.584, 12.14, 24.80; ;στήλῃ κεκλιμένος.. ἐπὶ τύμβῳ Il.11.371
.2 generally, tomb, grave, Pi.O.1.93, A.Ch.92, etc.; θρηνεῖν πρὸς τύμβον, of one who will not hear, ib. 926; ὥσπερ ἀπὸ τύμβου πεσών like an old man from the grave, as old Philocleon says scoffingly to his son, Ar.V. 1370. -
74 ἀδιάξεστος
ἀδιά-ξεστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδιάξεστος
-
75 ἀκατάξεστος
ἀκατά-ξεστος, ον,A not hewn, smooth, IG1.322, 7.3074 (Lebad.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκατάξεστος
-
76 ἀνεπίξεστος
ἀνεπί-ξεστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνεπίξεστος
-
77 ἑξάξεστος
ἑξά-ξεστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑξάξεστος
-
78 ὀκτάξεστος
ὀκτά-ξεστος, ον,A containing eight sextarii, POxy.1896.19 (vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀκτάξεστος
-
79 ἐύξεστος
ἐύ-ξεστος and ἐύξοος ( ξέω), gen. εὔξου: well-scraped, well-planed, polished; in act. sense, σκέπαρνον ἐύξοον, Od. 5.237.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐύξεστος
-
80 περίξεστος
περί-ξεστος: polished on every side, Od. 12.79†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > περίξεστος
См. также в других словарях:
ξεστός — hewn masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεστός — ή, ό (Α ξεστός, ή, όν) (συν. για ξύλο ή για ξύλινα αντικείμενα) 1. αυτός που έχει καταστεί λείος, στιλπνός ύστερα από ξύσιμο 2. σκαλιστός, κατασκευασμένος με ξέση, με σκάλισμα, σκαλισμένος («ξεστὸς ἵππος» ο δούρειος ίππος, Ομ. Οδ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
ξεστά — ξεστός hewn neut nom/voc/acc pl ξεστά̱ , ξεστός hewn fem nom/voc/acc dual ξεστά̱ , ξεστός hewn fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεστόν — ξεστός hewn masc acc sg ξεστός hewn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεσταῖς — ξεστός hewn fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεσταί — ξεστός hewn fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεστοῖο — ξεστός hewn masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεστοῖς — ξεστός hewn masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεστοῖσι — ξεστός hewn masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεστοῖσιν — ξεστός hewn masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεστοί — ξεστός hewn masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)