-
81 απέσαξεν
ἀπέσᾱξεν, ἀπό, εἰσ-ἄγνυμιbreak: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)ἀπό-εἰσάγωlead in: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)ἀπό-εἰσάγωlead in: aor ind act 3rd sg (epic doric aeolic)ἀπό-σάσσωaor ind act 3rd sgἀπό-σάττωfill quite full: aor ind act 3rd sg -
82 ἀπέσαξεν
ἀπέσᾱξεν, ἀπό, εἰσ-ἄγνυμιbreak: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)ἀπό-εἰσάγωlead in: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)ἀπό-εἰσάγωlead in: aor ind act 3rd sg (epic doric aeolic)ἀπό-σάσσωaor ind act 3rd sgἀπό-σάττωfill quite full: aor ind act 3rd sg -
83 απέσμιξεν
-
84 ἀπέσμιξεν
-
85 απέψυξεν
-
86 ἀπέψυξεν
-
87 διεκήρυξεν
διεκήρῡξεν, διακηρύσσωproclaim by herald: aor ind act 3rd sg -
88 διέπαιξεν
διά-ἐπᾴσσωrush at: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)διά-ἐπαίσσωrush at: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)διά-ἐπαίσσωrush at: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)διέπαϊ̱ξεν, διά-ἐπαίσσωrush at: aor ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic)διά-παίζωplay like a child: aor ind act 3rd sg -
89 διέπνιξεν
διέπνῑξεν, διά-πνίγωchoke: aor ind act 3rd sg -
90 διέπραξεν
διαπράσσωpass over: aor ind act 3rd sgδιέπρᾱξεν, διαπράσσωpass over: aor ind act 3rd sg -
91 διώρυξεν
διώρῡξεν, διορύσσωdig through: aor ind act 3rd sg -
92 εγκατέμιξεν
-
93 ἐγκατέμιξεν
-
94 εισέπραξεν
-
95 εἰσέπραξεν
-
96 εκάρυξεν
-
97 ἐκάρυξεν
-
98 εκήρυξεν
-
99 ἐκήρυξεν
-
100 εναπέπνιξεν
См. также в других словарях:
ξέν' — ξέναι , ξένη foreign woman fem nom/voc pl ξένᾱͅ , ξένη foreign woman fem dat sg (doric aeolic) ξένε , ξένος 1 guest friend masc voc sg ξένα , ξένος 2 guest friend neut nom/voc/acc pl ξένα , ξένος 2 guest friend neut nom/voc/acc pl ξένε , ξένος 2… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek
κατασκευάζω — (AM κατασκευάζω Α και δωρ. τ. κατασκευῶ, όω) 1. σχηματίζω, φτειάχνω κάτι από κάποιο υλικό ή από διάφορα υλικά, δημιουργώ κάτι (α. «κατασκευάζω γέφυρα» β. «κατασκευάζω ἐπιτείχισμα ἐπὶ τὴν Ἀττικήν», Δημοσθ.) 2. επινοώ με δόλιους σκοπούς,… … Dictionary of Greek
έστε — I (Este). Τοποθεσία της Ιταλίας στην επαρχία της Πάντοβα, η οποία στην αρχαιότητα ήταν ακμαία πόλη με την ονομασία Ατέστε. Κατοικήθηκε πρώτα από λαό αβέβαιης καταγωγής, με τον οποίο αναμείχθηκαν την 2η χιλιετία π.Χ. οι Βενετοί, που ήρθαν από τα… … Dictionary of Greek
τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω … Dictionary of Greek
χρώ — (I) άω, Α 1. προκαλώ αμυχή, πληγώνω ελαφρώς, χραύω* 2. (στον Όμ. μόνον στον πρτ.) α) επέρχομαι, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («στυγερὸς δὲ οἱ ἔχραε δαίμων», Ομ. Οδ.) β) (με απρμφ.) είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι («τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε… … Dictionary of Greek
προσίημι — ΜΑ [ἵημι] αποδέχομαι κάτι ως λογικό ή αληθινό αρχ. 1. αφήνω κάποιον να πάει, να πλησιάσει κάπου («οὐ προσίεσαν πρὸς τὸ πῡρ τοὺς ὀψίζοντας», Ξεν.) 2. εφαρμόζω 3. (συν. το μέσ.) προσίεμαι α) δέχομαι κάτι ως ορθό, πιστεύω, νομίζω («προσίεσθαι τὰ… … Dictionary of Greek
πρόσειμι — (I) ΜΑ [εἶμί] (ως μέλλ. τού προσέρχομαι) (σχετικά με θρησκεία) προσχωρώ, ασπάζομαι αρχ. 1. πορεύομαι, προχωρώ 2. βρίσκομαι κοντά, πλησιάζω («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας», Ηρόδ.) 3. προσεγγίζω, πηγαίνω προς κάποιον («Σωκράτει μὲν οὐκέτι … Dictionary of Greek
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek
εξάγω — (AM ἐξάγω) [άνω] 1. βγάζω έξω ή οδηγώ κάποιον μακριά από έναν τόπο («μάχης ἐξήγαγε θοῡρον Ἄρκα», Ομ. Ιλ.) 2. απαλλάσσω από κάποιο κακό («ἐκ χειρὸς τοῡ πονηροῡ ἐξαγαγόντα ἡμᾱς») 3. (για προϊόντα, εμπορεύματα κ.λπ.) μεταφέρω εμπορεύματα από τον… … Dictionary of Greek