Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ξεβάφω

  • 21 облинять

    ρ.σ.
    1. αποχρωματίζομαι, ξεβάφω, ξεθωριάζω, ξασπρίζω. || ξεφτίζω.
    2. μτφ. (γΐ•α ζώα, πτηνά) μαδιέμαι, τριχορροώ πτερορ-ροώ, ξεπουπουλίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > облинять

  • 22 полинять

    -яет
    ρ.σ.
    ξεθωριάζω, ξεβάφω, αποχρωματίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > полинять

  • 23 сбежать

    сбегу, сбежишь, сбегут ρ. σ.
    1. κατεβαίνω, κατέρχομαι, κατηφορίζω.
    2. ρέω, τρέχω• κυλώ•

    слеза -ла по щеке δάκρυ κύλισε στο μάγουλο.

    || φεύγω, λιώνω, σηκώνομαι•

    -ал снег σηκώθηκε το χιόνι.

    || βγαίνω, φεύγω• ξεβάφω, αποχρωματίζομαι•

    краска -ла βγήκε η μπογιά.

    || χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    улыбка -ла χάθηκε το χαμόγελο.

    3. ξεχειλίζω, χύνομαι (κατά το βράσιμο)•

    молоко -ло χύθηκε το γάλα (από το σκεύος).

    4. δραπετεύω•

    сбежать из тюрьмы δραπετεύω από τη φυλακή.

    || φεύγω, το σκάζω•

    сбежать с уроков το σκάζω από τα μαθήματα.

    1. συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, συναθροίζομαι• συρρέω.
    2. παλ. συναντιέμαιτρέχοντας • συνωθούμαι τρέχοντας.

    Большой русско-греческий словарь > сбежать

См. также в других словарях:

  • ξεβάφω — ξεβάφω, ξέβαψα βλ. πίν. 13 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεβάφω — 1. βγάζω το χρώμα από κάτι, αποχρωματίζω («ο ήλιος μου ξέβαψε την μπλούζα») 2. χάνω το χρώμα μου, ξεθωριάζω («ξέβαψαν τα μαλλιά μου») 3. (σχετικά με μέταλλα) αφαιρώ με πύρωση ή άλλο τρόπο τη βαφή …   Dictionary of Greek

  • ξεβάφω — ξέβαψα, ξεβάφτηκα, ξεβαμμένος 1. μτβ., αποχρωματίζω, βγάζω το χρώμα, ξεθωριάζω, ξασπρίζω: Ο ήλιος ξέβαψε τις κουρτίνες μας. 2. αμτβ., αποχρωματίζομαι, χάνω το χρώμα μου, ξεθωριάζω: Αυτά τα χρώματα δεν ξεβάφουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • αναξερνώ — ( άω) 1. κάνω εμετό, ξερνώ 2. αναδίνω (νερό, υγρασία κ.λπ.) 3. αναδίνω χρώμα, ξεβάφω 4. (για ύφασμα) εμφανίζω, παρουσιάζω και πάλι κηλίδα που φαινόταν να έχει καθαρίσει …   Dictionary of Greek

  • αποβάφω — (Α ἀποβάπτω) νεοελλ. 1. ολοκληρώνω το βάψιμο 2. χάνω το χρώμα μου, ξεβάφω αρχ. 1. βυθίζω κάτι στο νερό ή σε άλλο υγρό 2. αντλώ νερό …   Dictionary of Greek

  • βάφω — και βάφτω (AM βάπτω) 1. εμβαπτίζω, βυθίζω κάτι σε νερό ή άλλο υγρό (α. «έβαψα το ψωμί μου στο λάδι» β. «βάπτω εἰς ὕδωρ» γ.»βάπτω τἄρια θερμῷ» βυθίζω τα μαλλιά σε ζεστό νερό) 2. (για σιδερένιο ή άλλα εργαλείο) σκληρύνω, στομώνω («βάφω το σκεπάρνι» …   Dictionary of Greek

  • ετεροχροώ — ἑτεροχροῶ, έω (Α) [ετερόχρους] 1. έχω διαφορετικό χρώμα 2. (για οστά) υφίσταμαι εξασθένηση τού χρώματος, αποχρωματίζομαι, ξεθωριάζω, ξεβάφω …   Dictionary of Greek

  • κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… …   Dictionary of Greek

  • ξέβαμμα — και ξεβάψιμο, το [ξεβάφω] 1. εξάλειψη τού χρώματος από ένα βαμμένο αντικείμενο 2. φθορά τού χρώματος, ξεθώριασμα 3. (για μέταλλα) αποχαλύβωση …   Dictionary of Greek

  • ξεθωριάζω — [ξέθωρος] 1. αφαιρώ το χρώμα κάποιου αντικειμένου, ξεβάφω, ξασπρίζω («ο ήλιος ξεθώριασε την μπλούζα») 2. χάνω το χρώμα μου, υφίσταμαι αλλοίωση τού χρωματισμού μου («ξεθώριασε το φόρεμά μου από το συχνό πλύσιμο») …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»