-
101 ξεννος
-
102 ξενυδριον
-
103 высокий
высокий 1) (υ) ψηλός; μεγάλος (большой) \высокийого роста υψηλού αναστήματος' \высокийое давление η υψηλή πίεση·\высокийая температура (у больного) о ( μεγάλος) πυρετός \высокийие цены οι υψηλές τιμές 2) (превосходный) ανώτερος, άριστος ◇ \высокийие договаривающиеся сто роны дип. τα υψηλά συμβαλ λόμενα μέρη \высокий гость о υψη λός ξένος* * *1) (υ)ψηλός; μεγάλος ( большой)высо́кийого ро́ста — υψηλού αναστήματος
высо́кийое давле́ние — η υψηλή πίεση
высо́кийая температу́ра (у больного) — о (μεγάλος) πυρετός
высо́кийие це́ны — οι υψηλές τιμές
2) ( превосходный) ανώτερος, άριστος••Высо́кие Догова́ривающиеся Сто́роны — дип. τα υψηλά συμβαλλόμενα μέρη
высо́кий гость — ο υψηλός ξένος
-
104 гость
гость м о ξένος, ο φιλοξενούμενος, о καλεσμένος, ο μουσαφίρης ο επισκέπτης (посетитель) быть в \гостьях είμαι επίσκεψη встречать \гость ей υποδέχομαι τους καλεσμένους идти в \гостьи πηγαίνω επίσκεψη позвать в \гостьи προσκαλώ για επίσκεψη дорогие \гостьи οι αγαπητοί φιλοξενούμενοι* * *мο ξένος, ο φιλοξενούμενος, ο καλεσμένος, ο μουσαφίρης; ο επισκέπτης ( посетитель)быть в гостя́х — είμαι επίσκεψη
встреча́ть госте́й — υποδέχομαι τους καλεσμένους
идти́ в гости — πηγαίνω επίσκεψη
позва́ть в гости — προσκαλώ για επίσκεψη
дороги́е гости — οι αγαπητοί φιλοξενούμενοι
-
105 зарубежный
-
106 иностранец
-
107 иностранный
иностранный ξένος; εξωτερι κός; \иностранный язык η ξένη γλώσσα* * *ξένος; εξωτερικόςиностра́нный язы́к — η ξένη γλώσσα
-
108 незнакомый
незнакомый άγνωστος" ξένος (чужой)' мы \незнакомыйы δε γνωριζόμαστε* * *άγνωστος; ξένος ( чужой)мы незнако́мы — δε γνωριζόμαστε
-
109 посторонний
-
110 чужой
-
111 гость
гост||ьм ὁ ξένος, ὁ φιλοξενούμενος, ὁ μουσαφίρης:незваный \гость ἀπρόσκλητος μουσαφίρης· почетный \гость ἐπίσημος ξένος· вы у нас редкий \гость σπάνια μας ἐπισκέπτεσθε· звать в \гостьи (προσ)καλὠ στό σπίτι μου· идти в \гостьи πηγαίνω ἐπίσκεψη· принимать \гостьей δέχομαι ἐπισκέπτες· быть в \гостьях φιλοξενούμαι, εἶμαι μουσαφίρης· ◊ в \гостьях хорошо, а дома лучше погоз. ^ σπίτι μου σπιτάκι μου καί σπιτοκαλυβάκι μου. -
112 зарубежный
зарубежн||ыйприл ξένος, ἐξωτερικός, ἀλλοδαπός:\зарубежныйая печать ὁ ξένος τύπος, ὁ τύπος τοῦ ἐξωτερικοῦ. -
113 поеторонний
поеторонн||ий1. прил ξένος, ἀλλότριος:\поетороннийее тело ξένο σώμα· \поеторонний шум ὁ ἐπιπρόσθετος θόρυβος·2. м ὁ ξένος:\поетороннийим вход воспрещен ἀπαγορεύεται ἡ είσοδος στους μή Εχοντας ἐργασίαν. -
114 приезжий
приез||жий1. прил ξένος·2. м ὁ ξένος. -
115 пришлый
пришлыйприл ξένος, ξενομερίτης, ξενόφερτος:\пришлый человек ξένος ἄνθρωπος. -
116 ξείνε
-
117 ξεῖνε
-
118 ξείνοι
ξένος 1guest-friend: masc nom /voc pl (ionic)ξένος 2guest-friend: masc nom /voc pl (epic ionic) -
119 ξεῖνοι
ξένος 1guest-friend: masc nom /voc pl (ionic)ξένος 2guest-friend: masc nom /voc pl (epic ionic) -
120 ξείνος
См. также в других словарях:
ξένος — 1 guest friend masc nom sg ξένος 2 guest friend masc nom sg ξένος 2 guest friend masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… … Dictionary of Greek
ξένος — η, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε άλλον: Κι όταν ακούω ξένο παιδί κοντά, μάνα να λέει, μου σχίζεται η καρδιά μου (Σολωμός). 2. αυτός που κατάγεται από ξένη χώρα ή προέρχεται από ξένη χώρα: Ξένη εμπορική αποστολή. 3. φιλοξενούμενος: Απόψε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ξένος, Στέφανος — (Σμύρνη 1821 – Αθήνα 1894). Έλληνας συγγραφέας. Αξιωματικός του ιππικού στην αρχή, άρχισε ύστερα από μια σοβαρή ασθένειά του, να ταξιδεύει για αναψυχή στην Ελλάδα και στην Κωνσταντινούπολη, όπου το γραφικό περιβάλλον, που ήταν επίσης γεμάτο… … Dictionary of Greek
Κορώνης, Ξένος — (11ος αι.). Βυζαντινός υμνογράφος από την Κορώνη. Διετέλεσε πρωτοψάλτης της Αγίας Σοφίας. Έγραψε εγχειρίδιο μουσικής, στο οποίο πραγματεύεται τους ήχους και τις φθορές της βυζαντινής μουσικής. Συνέθεσε τα ανοιξαντάρια (ύμνοι που ψάλλονται στον… … Dictionary of Greek
ξενώτερον — ξένος 2 guest friend adverbial comp ξένος 2 guest friend masc acc comp sg ξένος 2 guest friend neut nom/voc/acc comp sg ξένος 2 guest friend masc acc comp sg ξένος 2 guest friend neut nom/voc/acc comp sg ξένος 2 guest friend adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξένω — ξένος 1 guest friend masc nom/voc/acc dual ξένος 1 guest friend masc gen sg (doric aeolic) ξένος 2 guest friend masc/neut nom/voc/acc dual ξένος 2 guest friend masc/neut gen sg (doric aeolic) ξένος 2 guest friend masc/fem/neut nom/voc/acc dual… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξένον — ξένος 1 guest friend masc acc sg ξένος 2 guest friend masc acc sg ξένος 2 guest friend neut nom/voc/acc sg ξένος 2 guest friend masc/fem acc sg ξένος 2 guest friend neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξένως — ξένος 1 guest friend masc acc pl (doric) ξένος 2 guest friend adverbial ξένος 2 guest friend masc acc pl (doric) ξένος 2 guest friend adverbial ξένος 2 guest friend masc/fem acc pl (doric) ξενόω make one s friend and guest imperf ind act 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενωτέραις — ξένος 2 guest friend fem dat comp pl ξενωτέρᾱͅς , ξένος 2 guest friend fem dat comp pl (attic) ξένος 2 guest friend fem dat comp pl ξενωτέρᾱͅς , ξένος 2 guest friend fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενώτατον — ξένος 2 guest friend masc acc superl sg ξένος 2 guest friend neut nom/voc/acc superl sg ξένος 2 guest friend masc acc superl sg ξένος 2 guest friend neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)