-
1 ἐναρίζω
A ; [dialect] Ep. ἐνάριζον (v. infr.): [tense] fut. - ίξω ([etym.] ἐξ-) Il.20.339: [tense] aor.[dialect] Ep. and Lyr.ἐνάριξα 22.323
, Pi.N.6.52, laterἠνάριξα Lyc.486
,ἠνάρισα AP7.226
(Anacr.):—[voice] Med., [tense] aor.ἐναρίξατο Opp.C.2.20
:—[voice] Pass., S.Tr.94 (lyr.): [tense] aor. ἠναρίσθην: [tense] pf. ἠνάρισμαι (v. κατ-):— strip a slain foe of his arms ([etym.] ἔναρα), c. dupl. acc.,ἔντεα.. τὰ Πατρόκλοιο βίην ἐνάριξα Il.17.187
; ἀλλήλους ἐνάριζον ib. 413: hence, slay in fight, Hes.Sc. 194: generally, slay, Il.1.191, A. l.c.:—in [voice] Pass., νὺξ ἐναριζομένα when dying, i. e. when yielding to day, S.l.c.; cf. ἐναίοω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναρίζω
См. также в других словарях:
εναρίζω — ἐναρίζω (Α) 1. αφαιρώ τα όπλα τού εχθρού που σκοτώθηκε, σκυλεύω 2. σκοτώνω στη μάχη, θανατώνω, σφάζω («ὡσεὶ ζωοὺς ἐναρίζων», Ησίοδ.) 3. παθ. μτφ. χάνω, απογυμνώνομαι από κάτι («αἰόλα νὺξ ἐναριζομένα» νύχτα που γυμνώνεσαι από τον έναστρο κόσμο σου … Dictionary of Greek