-
1 jih
νότος -
2 south
νότος -
3 güney
νότος, νοτιάς, μεσημβρία -
4 юг
-
5 south
1. noun1) (the direction to the right of a person facing the rising sun, or any part of the earth lying in that direction: He stood facing towards the south; She lives in the south of France.) νότος2) (one of the four main points of the compass.) νότος2. adjective1) (in the south: She works on the south coast.) νότιος2) (from the direction of the south: a south wind.) νότιος3. adverb(towards the south: This window faces south.) νότια,προς το νότο- southern
- southerner
- southernmost
- southward
- southwards
- southward
- southbound
- south-east / south-west 4. adjective1) (in the south-east or south-west: the south-east coast.)2) (from the direction of the south-east or south-west: a south-east wind.)5. adverb(towards the south-east or south-west: The gateway faces south-west.) νοτιο-ανατολικά/δυτικά- south-eastern / south-western
- the South Pole -
6 ветep
ο άνεμ/οςο αέραςдвигаться с попутным - ром πηγαίνω με ούριο - ο, αρμενίζω με (άνεμο) πρίμαпротив - ра αντιπλέω, πλέω κόντρα στον - овстречный - αντίθετος -, αντίπρω-ρος -лёгкий - ασθενής/ελαφρός -попутный - ούρι-ος/ευνοϊκός -постоянный - σταθερός -, διαρκής -сильный - ισχυρός/δυνατός -слабый - ελαφρύς/λεπτός -холодный - τσουχτερός/πα-γερός -шквалистый - ο πέμφιξ, αιφνίδιος δυνατός -штормовой - η (ανεμοθύελλα/καταιγίδαСеверный (норд) Βορράς/Βοριάς (Τραμουντάνα)Южный (зюйд) Νότος/Νοτιάς (Όστρια)Юго-западный (зюйд-вест) Αιψ, Λιβός, Αίβας (Γαρμπής)Западно-северо-западный (вест-норд-вест) Σκιρωνοζέφυρος (Πουνεντομαΐστρος)Северо-ссверо-западный - (норд-норд-вест) Σκιρωνοβορράς (Μαϊστροτραμουντάνα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ветep
-
7 зюйд
мор. 1. (южное направление) о νότος 2. (ветер) о Νοτιάς, разг. η Όστρια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зюйд
-
8 ветер
ветерм ὁ ἄνεμος, ὁ ἀέρας, ὁ ἀγέρας, ὁ ἀήρ:попу́тный \ветер ὁ ὁϋριος ἄνεμος, ὁ πρίμος ἄνεμος· встречный \ветер ὁ ἐνάντιος ἄνεμος· восточный \ветер ὁ ἀνατολικός ἄνεμος, ὁ λεβάντες· западный \ветер ὁ δυτικός ἄνεμος, ὁ ζέφυρος, ὁ πονέντες· северный \ветер ὁ βορράς, ὁ βοριᾶς, ἡ τραμουντάνα· южный \ветер ὁ νότος, ὁ νοτιάς, ἡ ὀστρια· се-веровосто́чный \ветер ὁ βορειοανατολικός ἄνεμος, мор. ὁ γραίγος, ὁ μέσης· \ветер стих ὁ ἄνεμος ἐκόπασε, ὁ ἄνεμος ἐπεσε· идти по ветру οὐριοδρομῶ, ἀρμενίζω πρίμα, πηγαίνω μέ ὁβριό ἄνεμο· идти́ против ветра ἀντιπλέω, πλέω κόντρα στον ἄνεμο· ◊ держать нос по ветру разг πάω ὅπου φυσήξει ὁ ἄνεμος, εἶμαι ἀνε-μοδούρα· бросать слова на \ветер μιλάω ἀνεύθυνα, λεγω λόγια στον ἀέρα· у него́ \ветер в голове разг ἔχει τά μυαλά πάνω ἀπ' τό κεφάλι του, εἶναι ἐλαφρόμυαλος· ищи́ ветра в поле τρέχα γύρευέ τον. -
9 зюйд
зюйдм мор.1. (направление) ὁ νότος·2. (ветер) ἡ ὅστρια, ὁ νότιος (или μεσημβρινός) ἀνεμος. -
10 юг
югм ὁ νότος, ἡ μεσημβρία:на \юг, к \югу προς νότο· отдыхать на \юге ἀναπαύομαι στά νότια μέρη, στον νότο· ехать на \юг πηγαίνω στό νότο. -
11 юг
[γιούκ] ουσ. α. νότος -
12 юг
[γιούκ] ουσ α νότος -
13 полдень
полудни κ. полдня α.1. μεσημέρι, μεσημβρία, γιόμα•после полудня μετά το μεσημέρι, απομεσήμερα•
в полдень το. μεσημέρι, μεσημεριάτικα.
2. παλ. ο νότος.εκφρ.за полдень – μετά το μεσημέρι, απομεσήμερα. -
14 юг
-а α.1. ο νότος•на юг προς το νότο•
окна дома выходят на юг τα παράθυρα του σπιτιού βλέπουν προς το νότο•
корабль держит курс на юг το καράβι κατευθύνεται προς νότο•
с юга από (το) νότο•
стрелка компаса указывает на юг ο δείχτης της πυξίδας δείχνει το νότο.
2. περιοχή νότου• ζεστό μέρος•жители -а οι κάτοικοι του νότου.
-
15 South
subs.Use P. and V. νότος, ὁ.Face the south: P. πρὸς νότον τετράφθαι (perf. pass. τρέπειν) (Thuc. 2, 15).To the south of: P. and V. πρὸς νότον (gen.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > South
-
16 South wind
subs.P. and V. νότος, ὁ (Æsch., frag.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > South wind
-
17 Wind
subs.Blast: Ar. and V. φύσημα, τό, V. ἄημα, τό, ἄησις, ἡ.Fair wind: V. οὖρος, ὁ (also Xen.), P. οὔριος ἄνεμος, ὁ.Before the wind: V. κατʼ οὖρον.East wind: P. and V. ἀπηλιώτης, ὁ.North wind: P. and V. βορρᾶς, ὁ, βορέας, ὁ (Eur., Cycl. 329; also Ar.).South wind: P. and V. νότος, ὁ (Æsch., frag.).West wind: P. ζέφυρος, ὁ (Arist.).Trade winds: P. ἐτησίαι, οἱ.Sheltered from the wind, adj.: V. ὑπήνεμος (also Xen.).A haven sheltered from the wind: V. λιμὴν εὐήνεμος (Eur., And. 749).Fling to the winds: met., see Reject.Fling his garlands to the winds and storms: V. στέμματʼ ἀνέμοις καὶ θυέλλαισιν μέθες (Eur., Bacch. 350).Your praises of the Phrygians I fling to the winds: V. Φρυγῶν ἐπαινέσεις ἀνέμοις φέρεσθαι παραδίδωμι (Eur., Tro. 418).Flatulence: P. φῦσαι, αἱ (Plat.).Breath: P. and V. πνεῦμα, τό, Ar. and V. πνοή, ἡ (rare P.), φύσημα, τό (also Plat. but rare P.). V. ἀμπνοή, ἡ.Get wind of, v.: P. προαισθάνεσθαι (gen. or absol.).——————subs.See Bend.——————v. trans.Wind into a ball: Ar. τολυπεύειν (absol.).Spin: Ar. and V. κυκλεῖν.V. intrans.Twist: P. and V. κυκλεῖσθαι, V. ἑλίσσεσθαι (also Plat. but rare P.), εἱλίσσεσθαι.Wind up: see Finish.Wind round: P. περιελίσσειν (τι περί τι).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Wind
-
18 kıble
η Μέκκα, νότος, σημείο αναφοράς, επίκεντρο -
19 sud
1) νότος2) νότιος -
20 jižní
1) νότιος2) νότος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Νότος — south wind masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νότος — south wind masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νότος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος της Ηώς και του Αστραίου και η προσωποποίηση του νότιου ανέμου, που είναι θερμός και γεμάτος υγρασία. Σε αντίθεση με τους αδελφούς του Βορέα και Ζέφυρο, δεν αναφέρεται σε κανέναν μύθο της εποχής. II Παράλιος… … Dictionary of Greek
νότος — ο 1. ένα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, αλλ. μεσημβρία, νοτιά, με σύμβολο το Ν. 2. νότιος άνεμος, η όστρια, η νοτιά: Άνεμε βοριά και νότε, μη μου κουρταλείς την πόρτα (παροιμ.). 3. ως κύρ. όν., Νότος προσωποποίηση του νότιου ανέμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Νότε — Νότος south wind masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νότε — νότος south wind masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νότοι — Νότος south wind masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νότοι — νότος south wind masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νότοιο — Νότος south wind masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νότοιο — νότος south wind masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νότοις — Νότος south wind masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)