Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

νόμος

  • 21 предусматривать

    предусматривать
    несов, предусмотреть сов προβλέπω, προνοώ:
    закон этого не предусматривает ἀυτό δέν τό προβλέπει ὁ νόμος· все заранее предусмотреть προνοώ γιά ὅλα

    Русско-новогреческий словарь > предусматривать

  • 22 притяжение

    притяжени||е
    с ἡ ἔλξη [-ις]:
    закон \притяжениея ὁ νόμος τής ἔλξεως.

    Русско-новогреческий словарь > притяжение

  • 23 сила

    си́л||а
    ж в разн. знач. ἡ δύναμη [-ις] (тж. черен.), ἡ ἰσχύς (тж. юр.), ἤ ρώμη, τό σθένος:
    богатырская \сила ἡ πα-ληκαρἡσια δύναμη· \сила во́ли ἡ δύναμη θέλησης· \сила притяжения ἡ δύναμη τής ἔλξεως· \сила сцепления ἡ συνάφεια· центробежная \сила ἡ φυγόκεντρη (ἡ κεντρό-φυξ) δύναμη· лошадиная \сила физ. ἡ ἰπ-ποδύναμις, ὁ ίππος· производительные \силаы эк. οἱ παραγωγικές δυνάμεις· движущие \силаы οἱ κινητήριες δυνάμεις· вооруженные \силаы οἱ Ενοπλες δυνάμεις· военно-возду́шные \силаы οἱ ἀεροπορικές δυνάμεις· закон обратной \силаы не имеет ὁ νόμος δέν ἐχει ἀναδρομική ἰσχύ· в расцвете сил στήν ἀκμή των δυνάμεων изо всех сил μέ ὅλες τίς δυνάμεις· полный сил πλήρης δυνάμεων общими \силаами μέ κοινές προσπάθειες· выбиться из сил ἐξαντλούμαι, κατασκοτώνομαι· ударить с \силаой κτυπώ μέ δύναμη· знать свои́ \силаы γνωρίζω τίς δυνάμεις μου· быть в \силаах ἔχω τήν δύναμη· не в \силаах что́-л. сделать δέν ἔχω τήν δύναμη νά κάνω τίποτε· это сверх моих сил αὐτό εἶναι πάνω ἀπό τίς δυνάμεις μου, εἶναι ἀνώτερο τῶν δυνάμεων μου· войти́ в \силау (о документе, законе и т. п.) ἀρχίζω νά ίσχύω, τίθεμαι ἐν ίσχὔί· документ, имеюший \силау πιστοποιητικό πού ἰσχύει, τό ἐγκυρο πιστοποιητικό· оставить в \силае (о судебном решении) ἐπικυρώ, ἐπιβεβαιώ· лиши́ть \силаы (документ, закон и т. п.) ἀκυρώνω, ἀκυρῶ· ◊ в \силау привычки ἀπό συνήθεια· в \силау обстоятельств λόγω τῶν περιστάσεων в \силау закона βάσει τοῦ νόμου, δυνάμει τοῦ νόμου· рабочая \сила ἡ ἐργατική δύναμη· от \силаы разг τό πολύ πολύ· \силаой μέ τό ζόρι, διά τής βίας, ἀναγκα-στικώς.

    Русско-новогреческий словарь > сила

  • 24 тяготение

    тяготени||е
    с
    1. физ. ἡ βαρύτητα, ἡ βαρύτης:
    закон всемирного \тяготениея ὁ νόμος τής παγκοσμίας ίλξεως (τής βαρύτητος)·
    2. перен (κ чему-л.) ἡ κλίση [-ις], ἡ τάσπ [-ις]/ ἡ ἐπιθυμία, ὁ πόθος (влечение).

    Русско-новогреческий словарь > тяготение

  • 25 узаконение

    узаконение
    с
    1. (действие) ἡ νομιμο-ποίηση [-ις], ἡ ἐπικύρωση [-ις]·
    2. уст. (закон) ὁ νόμος.

    Русско-новогреческий словарь > узаконение

  • 26 чрезвычайный

    чрезвычайный
    прил ἐξαιρετικός (исключительный)/ ἔκ-τακτος (внеочередной):
    \чрезвычайныйое происшествие τό Εκτακτο συμβάν, τό ἐξαιρετικό γεγονός· \чрезвычайныйый успех ἡ ἐξαιρετική ἐπιτυχία· \чрезвычайныйые расходы τά ἔκτακτα ἔξοδα· \чрезвычайныйые меры τά ἔκτακτα μέτρα· \чрезвычайныйое положение ἡ κατάσταση ἐκτακτου ἀνάγκης· \чрезвычайныйый посол ὁ ἔκτακτος πρεσβευτής, ὁ ἐκτακτος ἀπεσταλμένος· \чрезвычайныйый декрет ὁ ἔκτακτος νόμος, τό ἐκτακτον διάταγμα· \чрезвычайныйый съезд τό ἐκτακτο συνέδριο.

    Русско-новогреческий словарь > чрезвычайный

  • 27 истина

    и́стин||а
    ж в разн. знач. ἡ ἀλήθεια:
    старая \истина ἡ παληά ἀλήθεια· избитая (прописная) \истина ἡ κοινοτοπία· святая \истина разг Ιερός καί ἀπαραβίαστος νόμος.

    Русско-новогреческий словарь > истина

  • 28 закон

    [ζακόν] ουσ. α νόμος

    Русско-греческий новый словарь > закон

  • 29 закон

    [ζακόν] ουσ α νόμος

    Русско-эллинский словарь > закон

  • 30 действие

    ουδ.
    1. δράση, ενέργεια, πράξη•

    план -я σχέδιο δράσης•

    действие равно противодействию η δράση είναι ίση προς την αντίδραση•

    математика в -и τα μαθηματικά στην πράξη•

    радиус -я ακτίνα δράσης•

    самовольные -я αυθαίρετες ενέργειες (πράξεις).

    πλθ. -я (στρατ.) επιχειρήσεις•

    военные -я πολεμικές επιχειρήσεις.

    2. λειτουργία, ενέργεια, δου-λιά, εργασία•

    быть ή находиться в -и λειτουργώ, δουλεύω•

    привести машину в действие βάζω εμπρός τη μηχανή.

    || εφαρμογή στην πράξη, ισχύς•

    продлить действие договора παρατείνω την ισχύ της συμφωνίας•

    вести указ в действие εφαρμόζω τις οδηγίες στην πράξη•

    закон обратного -я не имеет ο νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ•

    входить в действие μπαίνω σε ισχύ, ισχύω.

    3. επίδραση, επενέργεια, επιρροή, επίρροια•

    мина ή бомба замедленного -я νάρκη, βόμβα ωρολογιακή•

    магнитное действие тока η μαγνητική επίδρααη του ρεύματος•

    химическое действие χημική επίδραση•

    бомба фугасного -я βόμβα εκρηκτική•

    благотворное действие ευεργετική επίδραση•

    удушающее действие αποπνικτική (ασφυκτική) επίδραση•

    не оказывает никакого -я δεν επιδρά καθόλου!•

    разрушающее действие καταστρεπτική επίδραση•

    под -ем κάτω από την επίδραση.

    4. υπόθεση, δράση, θέμα λογοτεχνικού έργου•
    5. πράξη (θεατρικού έργου)•

    пьеса в трех -ях θεατρικό έργο σε τρεις πράξεις.

    6. πράξη (αριθμητική)•

    четыре -я арифметики οι τέσσερις πράξεις της αριθμητικής.

    Большой русско-греческий словарь > действие

  • 31 действовать

    -твую, -твуешь, μτχ. ενστ. действующий, ρ.δ.
    1. ενεργώ, δρω, πράττω•

    осторожно ενεργώ προσεκτικά (επιφυλαχτικά)•

    действовать в тылу врага δρω στα μετώπισθεν του εχθρού•

    действовать сообразно закону ενεργώ σύμφωνα με το νόμο•

    действовать сообща ενεργώ από κοινού.

    2. λειτουργώ, δουλεύω, εργάζομαι•

    машина хорошо -ет η μηχανή καλά δουλεύει•

    телефон не -ет το τηλέφωνο δε δουλεύει•

    у меня не -ет правая рука δεν ορίζω το δεξί μου χέρι.

    || ισχύω μπαίνω σε ισχύ.
    3. χρησιμοποιώ, κάνω χρήση, εφαρμόζω•

    действовать ножом χρησιμοποιώ το μαχαίρι•

    действовать убеждением, угрозами χρησιμοποιώ την πειθώ, τις απειλές•

    действовать логтями σπρώχνω με τους αγκώνες, διαγκωνίζομαι.

    4. επιδρώ,επενεργώ, έχω επιρροή• ισχύω•

    действовать на нервы επιδρώ στα νεύρα•

    -ет новый закон ισχύει ο νέος νόμος.

    || κάνω εντύπωση•

    пафос оратора -л на аудиторию το πάθος του ρήτορα επιδρούσε στο ακροατήριο.

    Большой русско-греческий словарь > действовать

  • 32 декрет

    α.
    διάταγμα ανώτατης εξουσίας. || θέσπισμα, νόμος.

    Большой русско-греческий словарь > декрет

  • 33 железный

    επ.
    1. σιδερένιος•

    -ая кровать σιδερένιο κρεβάτι.

    || σιδηρούχος•

    -ая руда σιδηρομετάλλευμα•

    -ые рудники σιδηρωρυχεία. -лом παλιοσίδερα.

    2. μτφ. δυνατός, ισχυρός, άκαμπτος•

    -ая воля ισχυρή θέληση•

    железный закон σιδερένιος νόμος•

    железный кулак σιδερένια γροθιά•

    -ая дисциплина σιδερένια πειθαρχία.

    εκφρ.
    железный блеск – οξείδιο του σιδήρου•
    железный век – εποχή του σιδήρου•
    - ое дерево – το σιδηρόξυλο•
    - ая дорога – σιδηροδρομική οδός ή γραμμή• τα ιδρύματα των σιδηροδρομικών•
    железный шпат – ο σιδερίτης.

    Большой русско-греческий словарь > железный

  • 34 законоположение

    ουδ.
    νόμος•

    по существующим -ям κατά τους ισχύοντες νόμους.

    || το σύνολο των νόμων, κώδικας.

    Большой русско-греческий словарь > законоположение

  • 35 избирательный

    επ.
    1. εκλογικός•

    -ое право εκλογικό δικαίωμα•

    -ая кампания εκλογική καμπάνια•

    избирательный участок! εκλογικό κέντρο•

    избирательный бшле-тнь ψηφοδέλτιο•

    избирательный список εκλογικός κατάλογος•

    -ая система εκλογικό σύστημα•

    избирательный закон εκλογικός νόμος•

    избирательный округ εκλογική περιφέρεια.

    2. της ευαισθησίας οργάνου (συσκευής).

    Большой русско-греческий словарь > избирательный

  • 36 исключительный

    επ., βρ: -лен, -льна
    -ο•,
    1. εξαιρετικός, έκτακτος, αποκλειστικός•

    закон έκτακτος νόμος•

    -ые права. αποκλειστικά δικαιώματα.

    2. ιδιαίτερος, σπάνιος, μοναδικός•

    исключительный случай εξαιρετική περίπτωση.

    Большой русско-греческий словарь > исключительный

  • 37 канон

    α.
    1. (εκκλσ.) κανόνας, θέσπισμα.
    2. μτφ. γενικός νόμος, αρχή τηρητέα.
    3. τα βιβλία των βραφών.
    4. (εκκλσ.) ύμνο;.

    Большой русско-греческий словарь > канон

  • 38 карать

    ρ.δ. μ. τιμωρώ, κολάζω, εκδικούμαι σκληρά•

    закон -ет взяточничество ο νόμος τιμωρεί τη δωροδοκία•

    карать принудительными, работами τιμωρώ με καταναγκαστικά έργα.

    || παλ. καταδικάζω, κατακρίνω, κατηγορώ.
    τιμωρούμαι σκληρά κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > карать

  • 39 комендантский

    επ.
    του στρατιωτικού διοικητή.
    ουσ. θ. -ая διοικητήριο, σταθμός στρατιωτικής διοίκησης.
    εκφρ.
    комендантский час – στρατιωτικός νόμος.

    Большой русско-греческий словарь > комендантский

  • 40 ленд-лиз

    α.
    νόμος περί δανεισμού και εκμίσθωσης.

    Большой русско-греческий словарь > ленд-лиз

См. также в других словарях:

  • Νόμος —         (nomos) (греч.) см. Номос и фюсис. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • νομός — place of pasturage masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νόμος — that which is in habitual practice masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόμος — that which is in habitual practice masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… …   Dictionary of Greek

  • -νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… …   Dictionary of Greek

  • νομός — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… …   Dictionary of Greek

  • νόμος — ο 1. κανόνας δικαίου, γραπτή βούληση οργανωμένης πολιτείας που ρυθμίζει τις σχέσεις πολιτών και κράτους ή τις σχέσεις μεταξύ των πολιτών. 2. το σύνολο των νόμων, η νομοθεσία. 3. κανόνας που ρυθμίζει ενέργεια ή εκδήλωση του ανθρώπου: Ο νόμος της… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νομός — ο διοικητική περιοχή, όπου προΐσταται ο νομάρχης: Νομός Θεσσαλονίκης. – Nομός Σερρών κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Χαλκιδικής, νομός — Νομός που καλύπτει το έδαφος της ομώνυμης χερσονήσου της κεντρικής Μακεδονίας. Στον νομό δεν υπάγεται η περιοχή του Άθω (Άγιον Όρος), ο οποίος συνορεύει στα Β με τον νομό Θεσσαλονίκης, ενώ από τις 3 άλλες πλευρές του βρέχεται από το Αιγαίο. Ο… …   Dictionary of Greek

  • Δράμας, νομός — Νομός (3.468 τ. χλμ., 103.975 κάτ.) της περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Συνορεύει στα Β με τη Βουλγαρία, στα Α με τον νομό Ξάνθης, στα Ν με τον νομό Καβάλας και στα Δ με τον νομό Σερρών. Από τη συνολική της έκταση 402 τ. χλμ. είναι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»