Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

νίκῃ

  • 1 victoire

    νίκη

    Dictionnaire Français-Grec > victoire

  • 2 victory

    νίκη

    English-Greek new dictionary > victory

  • 3 zwycięstwo

    νίκη

    Słownik polsko-grecki > zwycięstwo

  • 4 galibiyet

    νίκη, επικράτηση

    Türkçe-Yunanca Sözlük > galibiyet

  • 5 zafer

    νίκη, θρίαμβος, τρόπαιο

    Türkçe-Yunanca Sözlük > zafer

  • 6 победа

    θ.
    νίκη•

    блестящая победа λαμπρή νίκη•

    победа над врагом νίκη κατά του εχθρού•

    спортивная победа αθλητική νίκη•

    торжествовать(праздновать) -у πανηγυρίζω (γιορτάζω) τη νίκη•

    одержать -у κατάγω νίκη νικώ.

    || επιτυχία•
    επιτυχίες στην παραγωγή. || κατάκτηση (γυναίκας από άντρα ή και αντίθετα).
    εκφρ.
    пиррова победа – νίκη του Πύρρου (καταστροφική νίκη).

    Большой русско-греческий словарь > победа

  • 7 для

    для για, δια всё \для победы όλα για τη νίκη это \для меня αυτό είναι για μένα; \для того, чтобы... για να...
    * * *
    για, δια

    всё для побе́ды — όλα για τη νίκη

    э́то для меня́ — αυτό είναι για μένα

    для того́, что́бы... — για να…

    Русско-греческий словарь > для

  • 8 выигрыш

    α.
    1. κέρδος• λαχείο• λοταρία, λότος, τυχερό παιγνίδι.
    2. όφελος, ωφέλημα, πλεονέκτημα•

    какой мне -? τι το όφελος μου;

    3. νίκη•

    добыться -а κερδίζω νίκη.

    εκφρ.
    быть в -е – α) είμαι κερδισμένος•
    ему достался большой выигрыш – του ‘πέσε μεγάλο λαχείο, β) ωφελούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > выигрыш

  • 9 пирров

    -а, -о
    επ. -а победа η νίκη του Πύρρου (καταστροφική νίκη).

    Большой русско-греческий словарь > пирров

  • 10 Triumph

    subs.
    Victory: P. and V. νκη, ἡ, κρτος, τό; see also Glory.
    Triumph over: P. and V. νκη, ἡ (gen.), κρτος, τό (gen.).
    Boastfulness: P. and V. ὄγκος, ὁ, P. μεγαλαυχία, ἡ, V. τὸ γαῦρον, Ar. and V. κομπάσματα, τά; see Boast, Boastfulness.
    Rejoicing: P. and V. χαρά, ἡ; see Joy.
    Public festival: P. and V. ἑορτή, ἡ, θυσία, ἡ.
    Procession: P. and V. πομπή, ἡ.
    Shout of triumph: V. ὀλολυγμός, ὁ.
    Song of triumph: P. and V. παιν, ὁ.
    Raise song of triumph, v.: P. and V. παιωνίζειν (absol.), Ar. and V. ὀλολύζειν (absol.), ἐπολολύζειν (absol.), V. παιᾶνα ἐπεξιακχιάζειν, παιᾶνα ἐφυμνεῖν, νολολύζειν (absol.).
    ——————
    v. intrans.
    Be victorous: P. and V. νικᾶν, κρατεῖν; see Conquer.
    Triumph over, conquer: P. and V. νικᾶν (acc.), κρατεῖν (acc. or gen.), Ar. and P. ἐπικρατεῖν (gen.).
    Set up a trophy over: P. and V. τροπαῖον (or pl.) ἱστναι (or mid.) (gen.).
    Boast: P. and V. μέγα λέγειν, P. μεγαλαυχεῖσθαι, V. αὐχεῖν (also Thuc. but rare P.); see Boast.
    Rejoice: P. and V. χαίρειν, γεγηθέναι (rare P.), ἥδεσθαι.
    Triumph over, rejoice over: P. and V. ἐπιχαίρειν (dat.), χαίρειν (dat. or ἐπ, dat.); see rejoice at, under Rejoice.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Triumph

  • 11 Victory

    subs.
    P. and V. νκη, ἡ, κρτος, τό.
    Win a victory: P. and V. νικᾶν, κρατεῖν.
    Win a great victory: P. and V. πολ νικᾶν, P. παρὰ πολύ νικᾶν.
    Each side claimed the victory: P. ἑκάτεροι νικᾶν ἠξιοῦν (Thuc. 1, 55), ἑκάτεροι τὴν νίκην προσεποιήσαντο (Thuc. 1, 54).
    Prize of victory: P. and V. νικητήριον, τό (in P., pl. and generally so in V.). V. ἐπινκια, τά.
    Offer sacrifices for victory: P. ἐπινίκια θύειν.
    Win a victory whose fruit is tears: V. δάκρυα νικηφορεῖν (Eur., Bacch. 1147).
    ——————
    Νκη, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Victory

  • 12 радиотелемеханика

    η ραδιοτηλεμηχα-νική
    ο τομέας της τηλεμηχανικής, όπου ο έλεγχος γίνεται διαμέσου των διαύλων ραδιοεπικοινωνίας

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > радиотелемеханика

  • 13 победа

    ж
    η νίκη

    одержа́ть побе́ду — νικώ

    Русско-греческий словарь > победа

  • 14 бандура

    банду́р||а
    ж ἡ μπαντούρα (κιθάρα оЬкра-νική).

    Русско-новогреческий словарь > бандура

  • 15 видеться

    ви́де||ться
    1. βλέπομαι, συναντιέμαι:
    мы редко видимся βλεπόμαστε σπάνια· \видетьсяться с друзьями βλέπομαι, συναντιέμαι μέ τους φίλους·
    2. (представляться) βλέπω:
    ему уже видится близкая победа ήδη βλέπει γρήγορη τή νίκη·
    3. безл (во сне):
    мне виделось, что... είδα στον ὕπνο μου, ὀτι...

    Русско-новогреческий словарь > видеться

  • 16 для

    для
    предлог с род. п. γιά, διά / χάριν (тк. ради):
    книга для детей βιβλίο γιά τά παιδιά· (приготовить) для праздника (ετοιμάζω) γιά (διά) τήν ἐορτή· говорю для твоей же пользы τό λέγω για καλό σου· все для победы ὅλα "ἴίιή νίκη· пригодный для хранения -Αληλος γιά φύλαξη· опытен для сми́х лет πεπειραμένος γιά τήν ἡλικία Μ'для того, чтобы γιά νά, ίνα, διάνά· Φ че для чего разг δέν ὑπάρχει λόγος и,

    Русско-новогреческий словарь > для

  • 17 знаменовать

    знаменовать
    несов ἐκφράζω, πιστο· ποιώ, δείχνω:
    событие, знаменующее победу γεγονός, πού δείχνει τήν νίκη.

    Русско-новогреческий словарь > знаменовать

  • 18 наш

    наш
    (наша, наше, мн. наши) Х.мест. притяж. (δικός) μας / ἡμέτερος (с сущ.):
    \наш дом τό σπίτι μας· один \наш друг ενας φίλος μας· э́та книга \наша αὐτό τό βιβλίο εἶναι δικό μας· это \наше право αὐτό εἶναι δικαίωμα μας·
    2. сущ, \наши мн. οι δικοί μας· ◊ \наша взяла́1 разг ἡ νίκη εἶναι δική μας!, νικάμε!, κερδίζουμε!· по \нашему мнению κατά τή γνώμη μας.

    Русско-новогреческий словарь > наш

  • 19 одержать

    одержать
    сов, одерживать несов:
    \одержать верх над кем-л. ὑπερτερώ, ὑπερισχύω; νικώ· \одержать победу νικώ, κερδίζω τή νίκη.

    Русско-новогреческий словарь > одержать

  • 20 победа

    побед||а
    ж ἡ νίκη:
    одержать \победау νικῶ· праздновать \победау ἐορτάζω (или γιορτάζω) τήν νίκην торжествовать \победау θριαμβεύω.

    Русско-новогреческий словарь > победа

См. также в других словарях:

  • Νίκη — victory fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νίκῃ — Νίκη victory fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νίκη — I Μυθολογική θεότητα. Ήταν η προσωποποίηση της ιδέας της νίκης, κόρη του γίγαντα Πάλλαντα και της Στυγός, που την πήγε στο Δία για να τον βοηθήσει στον αγώνα του εναντίον των Τιτάνων. Από τότε έμεινε για πάντα στον Όλυμπο με τον Δία. Η Ν. δεν… …   Dictionary of Greek

  • νίκη — η 1. η επικράτηση σ οποιονδήποτε τομέα: Πέτυχαν σπουδαία νίκη οι αθλητές μας. – Νίκη των δημοκρατικών στις εκλογές. – Nίκη του στρατού στη μάχη. – Nίκη του φωτός ενάντια στο σκότος. 2. ως κύρ. όν., Νίκη θεότητα των αρχαίων Ελλήνων, που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νίκη — νί̱κη , νίκη victory fem nom/voc sg (attic epic ionic) νί̱κη , νῖκος for ever neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) νί̱κη , νῖκος for ever neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) νί̱κη , νικάω conquer pres imperat act 2nd sg (doric) νί̱κη , νικάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νίκῃ — νί̱κῃ , νίκη victory fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικῇ — νῑκῇ , νικάω conquer pres subj mp 2nd sg (doric) νῑκῇ , νικάω conquer pres ind mp 2nd sg (doric) νῑκῇ , νικάω conquer pres subj act 3rd sg (doric) νῑκῇ , νικάω conquer pres ind act 3rd sg (doric) νῑκῇ , νικάω conquer pres subj mp 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζεὺς σωτὴρ καὶ νίκη. — См. Бог нам прибежище и сила …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Καδμεία νίκη. — См. Победа Пирра …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μπακογιάννη, Νίκη — (Λαμία 1968 –). Αθλήτρια του στίβου και Ολυμπιονίκης. Η άλτρια του ύψους και ασημένια ολυμπιονίκης της Ατλάντα το 1996 στην καριέρα της κατέρριψε 12 φορές το πανελλήνιο ρεκόρ στον ανοιχτό στίβο και άλλες τόσες στον κλειστό στίβο και συνέδεσε το… …   Dictionary of Greek

  • НИКА —    • Νίκη,          Victoria,        1. по Гесиоду (Hesiod. theog. 383 слл.), богиня победы, дочь Палланта и богини Стикс, сестра Ζη̃λος (рвение), Κράτος (сила) и Βία (насилие). Это семейство постоянно живет у Зевса на Олимпе, потому что они… …   Реальный словарь классических древностей

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»