-
1 ὑποστενάζω
II [Ἄτλας] οὐράνιον πόλον νώτοις ὑποστενάζει groans under the weight of heaven, A.Pr. 430 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποστενάζω
См. также в других словарях:
υποστενάζω — Α [στενάζω] 1. βγάζω βαθύ στεναγμό, στενάζω υπόκωφα 2. στενάζω κάτω από το βάρος ενός πράγματος («οὐράνιον πόλον νώτοις ὑποστενάζει», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek