-
1 νυμφ-αγωγός
νυμφ-αγωγός, Brautführer, der die Braut aus dem elterlichen Hause dem Bräutigam zuführt, Luc. D. D. 20, 16 u. a. Sp.; nach Eust. bes. wenn der Bräutigam zum zweiten Mal heirathet; vgl. Poll. 3, 41; auch = Brautwerber, Plut. de Alex. fort. 1, 7.
-
2 νυμφ-αγωγέω
νυμφ-αγωγέω, Brautführer sein, die Braut aus dem Hause der Eltern zum Bräutigam führen; τῶν νενυμφαγωγηκότων αὐτῷ τὴν Λαοδίκην, Pol. 26, 7, 10; vom Bräutigam selbst, D. Hal. 11, 41; auch γάμους, Hochzeiten schließen, Plut. Solon 20.
-
3 νυμφ-αγωγία
νυμφ-αγωγία, ἡ, das Brautführersein; Pol. 26, 7, 8; Plut. u. a. Sp.
-
4 νυμφ-ᾱγέτης
νυμφ-ᾱγέτης, ὁ, Anführer der Nymphen, Neptun, bei Cornut. 22.
-
5 νυμφᾱγέτης
νυμφ-ᾱγέτης, ὁ, Anführer der Nymphen, Neptun -
6 νυμφαγωγέω
νυμφ-αγωγέω, Brautführer sein, die Braut aus dem Hause der Eltern zum Bräutigam führen; vom Bräutigam selbst; auch γάμους, Hochzeiten schließen -
7 νυμφαγωγία
νυμφ-αγωγία, ἡ, das Brautführersein -
8 νυμφαγωγός
νυμφ-αγωγός, Brautführer, der die Braut aus dem elterlichen Hause dem Bräutigam zuführt; bes. wenn der Bräutigam zum zweiten Mal heiratet; auch = Brautwerber
См. также в других словарях:
Braut (1), die — 1. Die Braut, plur. die Bräute, Diminutivum Bräutchen, Oberdeutsch Bräutlein, eine verlobte Person weiblichen Geschlechtes, und in engerer Bedeutung, eine solche Person am Tage der Hochzeit. Sie ist eine Braut, sie ist mit einem Manne versprochen … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
Nymphe, die — Die Nymphe, plur. die n, aus dem Griech. und Latein. Nympha. 1. In der Götterlehre der Griechen und Römer, gewisse weibliche untere Gottheiten, welche als Bewohnerinnen der Flüsse, Meere, Berge, Haine, Quellen u.s.f. angegeben wurden, und das… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek
καταβολαίον — καταβολαῑον, τὸ (Α) αποθήκη εμπορευμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καταβολ τού καταβάλλω με τη σημ. «αποθηκεύω» + κατάλ. αῖον (πρβλ. κρηπιδ αίον, νυμφ αίον)] … Dictionary of Greek
κλειθρίδιον — κλειθρίδιον, τὸ (Α) 1. μικρή οπή κλειδαριάς 2. μικρή χαραμάδα πόρτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεῖθρον + υποκορ. κατάλ. ίδιον, πρβλ. λαγω ίδιον, νυμφ ίδιον] … Dictionary of Greek
κοπραγωγός — ό (Α κοπραγωγός, όν) αυτός που χρησιμεύει ως αγωγός κόπρου, που διοχετεύει κόπρο, που μεταφέρει περιττώματα («κοπραγωγὸς γαστήρ», Πλάτ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κοπραγωγά ονομασία τών ήπιων καθαρτικών, όπως είναι λ.χ. το παραφινέλαιο,… … Dictionary of Greek
κουρίδιος — κουρίδιος, ία και ίη, ον (Α) 1. συνδεδεμένος με γάμο, νόμιμος σύζυγος (α. «κουρίδιον ποθέουσα πόσιν», Ομ. Ιλ. β. «γαμέουσι δ ἕκαστος αὐτῶν πολλὰς μὲν κουριδίας γυναῑκας», Ηρόδ.) 2. συζυγικός («νωΐτερον λέχος αὐτῶν κουρίδιον», Ομ. Ιλ.) 3. (για… … Dictionary of Greek
μοιραγέτης — και ιων. τ. μοιρηγέτης, εω, και δωρ. τ. μοιραγέτας, α, ὁ (Α) 1. (ως προσωνυμία κυρίως τού Διός ως αρχηγού τών Μοιρών) αυτός που οδηγεί το πεπρωμένο, την ειμαρμένη, τη μοίρα («ἔστι βωμός, ἐπίγραμμα δὲ ἐπ αύτῷ Μοιραγέτα», Παυσ.) 2. (για τους… … Dictionary of Greek
μουσηγέτης — Προσωνύμιο του Απόλλωνα. Βλ. λ. Μουσαγέτης ή Μουσηγέτης ή Μοισαγέτας. * * * μουσηγέτης, δωρ. τ. μουσαγέτας, ὁ (Α) 1. ως κύριο όν. (για τον Απόλλωνα) ο ηγέτης τών Μουσών 2. συνθέτης μελωδίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα (Ι) + ᾱγέτας / ηγέτης (<… … Dictionary of Greek
νυμφογέρων — νυμφογέρων, ὁ (Μ) μεγάλης ηλικίας νυμφίος, γέροντας γαμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυμφ ίος + γέρων] … Dictionary of Greek
νυμφοδόχος — νυμφοδόχος, ὁ (Μ) αυτός που δέχεται τον νυμφίο, που υποδέχεται τον γαμπρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυμφ ίος + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο δόχος] … Dictionary of Greek