-
1 νυκτι-
-
2 νυκτὶ
ночьночью ночи νυκτίΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > νυκτὶ
-
3 νυκτί
ночиνυκτὶΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > νυκτί
-
4 Νυκτί
Νύξnight: fem dat sg -
5 νυκτί
νύξnight: fem dat sg -
6 νυκτι-λαμπής
νυκτι-λαμπής, ές, bei Nacht leuchtend; Simonid. 7, 8 bei D. Hal. C. V. 26 (Schaef. p. 434), von der Danae, σὺ – κνώσσεις ἐν ἀτερπεῖ δώματι, χαλκεογόμφῳ δέ, νυκτιλαμπεῖ, κυανέῳ δὲ δνόφῳ, in dem Kasten, Kerker, in welchem nur die Nacht scheint, der wie die Nacht leuchtet, dah. dunkel ist, wofür Ilgen νυκτὶ ἀλαμπεῖ und Schaef. νυκτιλάμπτῳ (was für νυκτίληπτος stehen und »von Nacht umgeben« heißen soll) vermuthete, aber es ist Nichts zu ändern.
-
7 νυκτι-πραξία
νυκτι-πραξία, ἡ, das Handeln bei Nacht, Schol. Il. 10, 215.
-
8 νυκτι-πόρος
νυκτι-πόρος, bei Nacht gehend, Opp. Cyn. 3, 268.
-
9 νυκτι-πόλευτος
νυκτι-πόλευτος, = Folgdm; Orph. H. 77, 7; Ap. Rh. 4, 329.
-
10 νυκτι-πόλος
νυκτι-πόλος, bei Nacht umherwandelnd; Βάκχαι, Eur. Ion 718, öfter; Μήνη, Man. 3, 273; so auch im Räthsel, νυκτ. Φαέϑων, Aenigm. 6 (XIV, 53); Luc. de Mort. Peregr. 29.
-
11 νυκτι-παται-πλάγιος
νυκτι-παται-πλάγιος, bei Nacht krumme Wege wandelnd (πατέω). so heißen die Philosophen Ep. ad. 110 ( App. 288).
-
12 νυκτι-πορέω
νυκτι-πορέω, = νυκτοπορέω, Pol. 16, 37, 4.
-
13 νυκτι-πλανής
νυκτι-πλανής, ές, = Vorigem, jetzt
-
14 νυκτι-πλανῆτις
νυκτι-πλανῆτις, ιδος, ἡ, fem. zum Folgdn, Opp. Cyn. 3, 268, neben νυκτιπόρος.
-
15 νυκτι-πλοέω
νυκτι-πλοέω, bei Nacht zu Schiffe fahren, Zenob. 5, 32.
-
16 νυκτι-πήδηκες
νυκτι-πήδηκες, οἱ, Nachtspringer (πηδάω), eine Art Pantoffeln, Poll. 7, 94.
-
17 νυκτι-φρούρητος
νυκτι-φρούρητος, des Nachts bewachend, ϑράσος, Aesch. Prom. 863.
-
18 νυκτι-φόρος
νυκτι-φόρος, die Nacht bringend, Philo.
-
19 νυκτι-φανής
νυκτι-φανής, ές, dasselbe, Μήνη, Theo Al. 2, ( App. 40).
-
20 νυκτι-φαής
νυκτι-φαής, ές, bei Nacht leuchtend; Parmenid. bei Plut. adv. Col. 15; Maneth. 6, 708; Nonn.
См. также в других словарях:
Νυκτί — Νύξ night fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτί — νύξ night fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐν νυκτὶ βουλὴ. — ἐν νυκτὶ βουλὴ. См. Утро вечера мудренее … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Νυκτ' — Νυκτί , Νύξ night fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτ' — νυκτί , νύξ night fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Liste griechischer Phrasen/Omega — Omega Inhaltsverzeichnis 1 Ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι … Deutsch Wikipedia
Wanderer, kommst du nach Sparta — Omega Inhaltsverzeichnis 1 Ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι. 2 Ὦ γάμοι, γάμοι … Deutsch Wikipedia
νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος … Dictionary of Greek
нощь — НОЩ|Ь (831), И с. Ночь: пришъдъши нощи вьси ѹсънѹть Изб 1076, 235 об.; сии по вс˫а д҃ни и нощи писааше книгы въ келии ЖФП XII, 44г; и тои нощи полѹнощи ˫ависѧ ст҃ыи николаѥ. ц҃рю констѧнтинѹ ЧудН XII, 70в; то же СбТр к. XIV, 183; ˫ако бо тать въ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
λεπτοφαής — ή λεπτοφανής, ές (Α) αυτός που λάμπει αμυδρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + φαής (< φάος), πρβλ. κεραυνο φαής, νυκτι φαής. Ο τ. λεπτοφανής < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + φανής (< φαίνω), πρβλ. κατα φανής, νυκτι φανής] … Dictionary of Greek
νυκτελείν — νυκτελεῑν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐν νυκτὶ τελεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει διορθωθεί σε νυκτιτελεῖν < νυκτί, δοτ. τού νύξ, νυκτός, + τελῶ (πρβλ. νυκτέλιος)] … Dictionary of Greek