-
1 νουθετεῖν
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > νουθετεῖν
См. также в других словарях:
νουθετεῖν — νουθετέω put in mind pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
въразоумити — ВЪРАЗОУМ|ИТИ (22), ЛЮ, ИТЬ гл. 1. Научить кого л., вразумить: заповѣдалъ ѥси правьдѹ съвѣдѣни˫а тво˫а въ вѣ||кы. въразѹми мѩ и живи мѩ. (συνέτισον) КЕ XII, 70а–б; да просвѣтит ны б҃ъ и вразѹмит ны. КН 1280, 540б; иже сѹть неразѹмливі и ты вл҃дко… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
νουθετώ — (ΑΜ νουθετῶ, έω, Μ και νοθετῶ) παραινώ, συμβουλεύω κάποιον προκειμένου ιδίως να συνετίσω άτομο που έχει διαπράξει σφάλμα, ορμηνεύω, δασκαλεύω μσν. 1. ελέγχω ή επιτιμώ κάποιον 2. παροτρύνω, παρακινώ 3. παραγγέλλω αρχ. 1. προειδοποιώ, υπενθυμίζω 2 … Dictionary of Greek
προσδιαστρέφω — Α διαστρέφω, διαστρεβλώνω επί πλέον («τοῑς κατηγοροῡσι χαίρων ὡς οὐδὲ τοῑς ἐπαινοῡσιν ἐλάνθανε τῷ νουθετεῑν δοκοῡντι προσδιαστρεφόμενος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + διαστρέφω «διαστρεβλώνω»] … Dictionary of Greek