-
1 νου-μηνία
νου-μηνία, ἡ, att. ( Phryn. in B. A. 52) = νεομηνία; Pind. N. 4, 35; Xen. An. 5, 6, 23 u. A.; Thuc. sagt auch νουμηνία κατὰ σελήνην, umbestimmter den Neumond selbst zu bezeichnen, 2, 28.
См. также в других словарях:
σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… … Dictionary of Greek